Η οικονομική κρίση, η αύξηση της ανεργίας και η διάδοση των ελαστικών μορφών απασχόλησης έχουν διευρύνει το οικονομικό χάσμα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σύμφωνα με έκθεση της Κομισιόν, με τον αριθμό τόσο των φτωχών εργαζομένων όσο και εκείνων που κινούνται οριακά πάνω από αυτήν την κατηγορία να ενισχύεται και την «ψαλίδα» στην αγορά εργασίας, με μισθούς «των δύο άκρων», να γίνεται εντονότερη.
Η τελευταία έκθεση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την απασχόληση και τις κοινωνικές εξελίξεις στην Ευρωπαϊκή Ενωση το 2011 δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο το νέο μωσαϊκό που δημιουργείται στην Ευρώπη των ανέργων, των φτωχών και των κοινωνικά αποκλεισμένων.
Μέχρι τα μέσα της χρονιάς, έξι εκατομμύρια κάτοικοι της ΕΕ βρέθηκαν χωρίς δουλειά ενώ το ίδιο διάστημα δημιουργήθηκαν μόλις 1,5 εκατ. νέες θέσεις εργασίας. Οι μακροχρόνια άνεργοι αυξάνονται με ταχείς ρυθμούς και αποτελούν πλέον το 40% όσων βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας.
Ευρωπαϊκοί «πρωταθλητές» στην ανεργία είναι η Ισπανία και η Ελλάδα -τόσο στους μακροχρόνια άνεργους όσο και ιδιαίτερα στην ανεργία των νέων, η οποία βρίσκεται στις δύο χώρες λίγο κάτω από το 50%.
Πέραν όμως όσων δεν έχουν κανένα εισόδημα, στην κατηγορία εκείνων που βλέπουν το βιοτικό τους επίπεδο να επιδεινώνεται ραγδαία εντάσσονται και όσοι αμείβονται με πενιχρούς μισθούς: Η Κομισιόν διαπιστώνει ότι «λόγω της έντασης της ύφεσης μετά το 2008 οι νέες θέσεις εργασίας χαρακτηρίζονται από πόλωση καθώς οι μισθοί κινούνται προς τα δύο άκρα».
Όπως επισημαίνουν οι ερευνητές της Επιτροπής παρατηρείται «υπερσυγκέντρωση» πολύ υψηλά αμειβόμενου προσωπικού σε ορισμένους τομείς όπως η παροχή υπηρεσιών (συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών) ενώ σε άλλους κλάδους οι μισθοί παραμένουν στάσιμοι σε χαμηλά επίπεδα.
Συνέπεια του παραπάνω είναι η αύξηση των «φτωχών εργαζόμενων» που ξεπερνά τα 115 εκατ. κατοίκους της Ένωσης -ενώ οριακά πάνω από αυτήν την κατηγορία βρίσκεται επιπλέον ποσοστό της τάξης του 8% των εργαζομένων στην ΕΕ.
Παράγοντα «φτωχοποίησης» του εργαζόμενου πληθυσμού αποτελούν και οι εργασιακές σχέσεις καθώς όσοι απασχολούνται με ελαστικούς ή επισφαλείς όρους (μερική, εποχική ή κατ’ αποκοπή εργασία) αμείβονται με μισθούς -κατ’ αναλογία- 14% χαμηλότερους από τους αντίστοιχους όσων απασχολούνται με μόνιμη και σταθερή σχέση εργασίας.