Μια μαυρίλα πλανάται πάνω από την ευρωζώνη, που όμοιά της δεν έχω ξαναδεί. Μια γενική απαισιοδοξία καλύπτει όλο το φάσμα μιας άλλοτε κραταιάς καθημερινότητας. Όλα τα τραπεζικά στελέχη με τα οποία επικοινώνησα τις τελευταίες ώρες, εκπέμπουν μια άνευ προηγουμένου απαισιοδοξία.
Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει με ακρίβεια ποιο είναι το ακριβές ποσό που οφείλουν οι τράπεζες στην ΕΚΤ. Κάποιοι το ανεβάζουν σε πάνω από 400δις. Το μόνο σίγουρο είναι ότι το χρέος αυτό είναι πλεον αδύνατο να εξυπηρετηθεί κανονικά. Μπροστά στον κίνδυνο μιας ευρωπαϊκής Lehman brothers, λίγο πριν τις γιορτές, η ΕΚΤ, εν μέσω διαφωνιών, αναχρηματοδότησε το χρέος για τρία χρόνια, με κάποια ιδιοφυή τρικ.
Η κατάσταση στην ΕΚΤ βρίσκεται στα πρόθυρα εμφυλίου. Οι εκπρόσωποι των πλεονασματικών χωρών έχουν κάθε λόγο να είναι απολύτως δυσαρεστημένοι με τις επιλογές της διοίκησης, καθώς αυτή έχει σύρει την τράπεζα αφενός σε μια αλόγιστη αγορά κρατικών ομολόγων αφετέρου στην παροχή θαλασσοδανείων στις καταρρέουσες ιδιωτικές τράπεζες. Η τακτική αυτή μας αποκαλύπτει δύο δεδομένα:
- Αποτελεί ουσιαστικά την εισαγωγή του ευρωομολόγου από το παράθυρο
- Δυστυχώς η αδυναμία της τακτικής αυτής να προσφέρει έστω και προσωρινή ανακούφιση, προβληματίζει ως προς τη δυνατότητα του ευρωομολόγου να προσφέρει την πολυπόθητη λύση
Αν η Ευρώπη έχει χάσει από τώρα αυτό που πολλοί ήλπιζαν ότι θα αποτελούσε την τελική αναγκαστική λύση, τότε έχει πολύ σοβαρό πρόβλημα. Δεν είναι λίγοι οι πολιτικοί σε όλη την Ευρώπη, που οραματίζονταν μια πληθωριστική ΕΚΤ και μια νέα έκρηξη δανεισμού μέσω κοινών ομολόγων, που θα χαλάρωναν τις δημοσιονομικές προσπάθειες του νότου και θα πριμοδοτούσαν μια νέα περίοδο ανάπτυξης.
Αυτή η ενδεχόμενη ανάπτυξη, σύμφωνα με τους ευρωπαϊστές οικονομολόγους, θα επέτρεπε στα ομολογουμένως υψηλά κρατικά χρέη του νότου, να ξαναγίνουν βιώσιμα, καθώς η άνοδος του ΑΕΠ σε συνδυαμό με τη μείωση των δαπανών, θα έριχνε το ποσοστό του χρέους προς το ΑΕΠ σε επίπεδα προ κρίσης.
Αυτή η τολμηρή όσο και παρακινδυνευμένη θεωρία δυστυχώς δείχνει να επικρατεί στα επιτελεία των κομμάτων εξουσίας και κινδυνεύει να οδηγήσει τη χώρα σε μερικές ακόμα λάθος προβλέψεις. Μόνο που τα περιθώρια είναι τόσο στενά πλέον, που μια ακόμα λάθος επιλογή μπορεί να σημάνει μια άνευ προηγουμένου εθνική καταστροφή και χρειάζεται μεγάλη προσοχή στους χειρισμούς και στις εκτιμήσεις.
Για παράδειγμα, αν η παραπάνω εκτίμηση κριθεί ως επικρατέστερη, παρά τα σημάδια περί του αντιθέτου που μας εκπέμπει η πολιτική της ΕΚΤ που αναλύσαμε παραπάνω, θα μπορούσε η τρικομματική κυβέρνηση να αποδεχθεί το Αγγλικό δίκαιο για τη νέα δανειακή σύμβαση, με το σκεπτικό ότι δεν θα χρειαστεί άλλη αναδιάρθρωση, άρα το χρέος θα αποπληρωθεί κανονικά, άρα δε μας αφορά το νομικό πλαίσιο που το διέπει.
Ένα από τα μεγαλύτερα λάθη που έχω κάνει στην επαγγελματική μου σταδιοδρομία ήταν αμέσως μόλις αποχώρησα από την τράπεζα στην οποία εργαζόμουν και ανέλαβα την οικονομική διεύθυνση μιας εμπορικής επιχείρησης. Εκ των υστέρων έπιασα τον εαυτό μου να λειτουργεί ασυναίσθητα υπέρ των τραπεζών και κατά της επιχείρησης, όχι λόγω σκοπιμότητας, αλλά γιατί είχα υπερεκτιμήσει την ισχύ των τραπεζών, λόγω της πλύσης εγκεφάλου που είχα υποστεί εκεί μέσα.
Πολύ φοβάμαι ότι τόσο ο κ. Πρωθυπουργός, όσο και οι βασικοί σύμβουλοι των τριών κομμάτων, που ως επί το πλείστον προέρχονται από τον τραπεζικό χώρο, έχουν πάθει ακριβώς το ίδιο. Έχουν την ψευδάισθηση ότι οι τράπεζες είναι ανίκητες, ρυθμιστές των πάντων.
Και όμως τα νούμερα δείχνουν το ακριβώς αντίθετο. Ότι, ενώ ένα κράτος απολαμβάνει πολλών μορφών ασυλίας και διαθέτει αρκετές πολιτικές και νομικές επιλογές προκειμένου να προσέλθει σε μια επιτυχή διαπραγμάτευση, οι τράπεζες από την πλευρά τους, ιδιαίτερα στη συγκεκριμένη συγκυρία, είναι εντελώς ανίσχυρες, ουσιαστικά πτωχευμένες και πλήρως εξαρτώμενες από τις επιλογές των Ευρωπαίων πολιτικών (μακάρι και των πολιτών).