178/2009 ΕΙΡ ΑΘ Ακύρωση Διαταγής Πληρωμής μετά από ανακοπή λόγω Παράνομου και καταχρηστικού επιτοκίου πιστωτικής κάρτας – Ανεκκαθάριστη απαίτηση της Τράπεζας

Τελευταία ενημέρωση την 18 Ιούν 2011 — 08:55

Με την ανακοπή που κρίνεται και για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτήν, επιδιώκεται η ακύρωση της υπ` αριθμ. …….. διαταγής πληρωμής της κ. Ειρηνοδίκου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με βάση το ιδιωτικό έγγραφο (σύμβαση έκδσης πιστωτικής κάρτας), που αναφέρεται σε αυτήν, και υποχρεώνει τον ανακόπτοντα να καταβάλει στην καθής το ποσό των 857,94 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων. Στο δικόγραφο παραδεκτά σωρεύονται η ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής του άρθρου 632 ΚΠολΔ και η ανακοπή κατά της αναγκαστικής εκτέλεσης του άρθρου 933 ΚΠολΔ (που δικάζονται κατά τις περί μικροδιαφορών διατάξεις), αφού υφίστανται οι προϋποθέσεις της αντικειμενικής σώρευσης αγωγών (άρθρο 218 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η ανακοπή αυτή έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 ΚΠολΔ) και παραδεκτά και αρμόδια εισάγεται ενώπιον του δικαστηρίου τούτου για να συζητηθεί κατά τις διατάξεις περί των μικροδιαφορών και, επομένως, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς την ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της.

 

Σύμφωνα με το ΠΔ/ΤΕ υπ` αριθμ. 2286/28.1.1994, που εκδόθηκε κατ` εξουσιοδότηση του άρθρου 1 του ν. 1266/1982, σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δανείων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα, με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι` αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων.

Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνον επιτοκίων. Εξάλλου τα εξωτραπεζικά επιτόκια, παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές συμβατικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεση τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Ετσι η συμφωνία για επιτόκια, που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια, δεν παύει να απαγορεύεται από τον νόμο (άρθρο 281 ΑΚ). Ενόψει των ανωτέρω, γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη, στις περιπτώσεις τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις), είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος, λόγω της αντίθεσης του στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια` του ν. 2251/1994 «περί προστασίας των καταναλωτών», όταν δεν καθορίζονται κριτήρια εκ των προτέρων γνωστά και εύλογα για τον καταναλωτή – πελάτη (ΑΠ 1219/2001, ΕλλΔνη 2001.1624 και ΝοΒ 2002.354).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον 2ο λόγο ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι ο λογαριασμός που τηρήθηκε για την εξυπηρέτηση της ένδικης σύμβασης επιβαρύνθηκε με ποσά τόκων (όπως αναλυτικά εκτίθενται) ανώτερα από τα ισχύοντα κατά την αντίστοιχη χρονική περίοδο εξωτραπεζικά επιτόκια, με συνέπεια τον αθέμιτο εκτοκισμό. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, σύμφωνα με τα όσα αναπτύχθηκαν στην προαναφερθείσα νομική σκέψη, και πρέπει να ερευνηθεί και στην ουσία του.

Από τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι αποδείχθηκαν τα εξής:Με την ανακοπτομενη διαταγή πληρωμής ο ανακόπτων διατάσσεται να καταβάλει στην καθής το ποσό των 857,94 ευρώ, ως υπόλοιπο ανεξόφλητο κεφάλαιο από της χρησιμοποιήσεως της πιστωτικής κάρτας (Visa). Όπως προκύπτει όμως από τα σχετικά έγγραφα, στο ποσό των 857,94 ευρώ έχουν ενσωματωθεί (κεφαλαιοποιηθεί) παρανόμως και υπέρμετροι τόκοι ως και τόκοι τόκων (ενήμερων και υπερημερίας), υπολογισθέντες με επιτόκιο 14,75%+0,60% εισφορά του ν. 128/1975-15,35%, που ήταν εν μέρει (και συγκεκριμένα κατά 7,35%) αθέμιτο και μη νόμιμο κατά την έκταση που αυτό (το επιτόκιο) ήταν ανώτερο κατά 7,35% του δυνάμει της από 6.6.2003 αποφάσεως του Δ.Σ. της ΕΚΤ καθορισθέντος ανωτάτου θεμιτού εξωτραπεζικού (δικαιοπρακτικού) επιτοκίου σε 8% για το διάστημα από 6.6.2003 μέχρι σήμερα (ΑΠ 1219/2001, ΠολΠρΑΘ 6773/2003 (αδημ.) ΕιρΑΘ 2639/2002 (αδημ.), ΜονΠρΑΘ 716/2005). Παράνομα, επομένως, η πιστώτρια τράπεζα χρέωσε τον λογαριασμό εξυπηρέτησης της κάρτας με τα εξής κονδύλια τόκων, επιβαρύνοντας έτσι με υπέρμετρους τόκους τη νόμιμη οφειλή του ανακόπτοντος από τη χρήση της κάρτας…

Δηλαδή εκτοκίστηκαν παράνομα 297,08 ευρώ τόκοι, οι οποίοι και έχουν ενσωματωθεί παράνομα στο διατασσόμενο να πληρωθεί ποσό των 857,94 ευρώ, αφού έχουν υπολογιστεί με το αθέμιτο επιτόκιο των 15,35%, ενώ έπρεπε να υπολογιστούν με το μόνο θεμιτό επιτόκιο των 8%. Καθένα δε κονδύλι τόκων παράνομα κεφαλαιοποιήθηκε και, μέσω του υπολογισμού τόκων στο νέο προκύπτον ανεξόφλητο κεφάλαιο, ανατοκίστηκε σε μηναία συχνότητα, πράγμα που είναι αντίθετο στο άρθρο 12 του ν. 2601/1998, που προβλέπει τον εξάμηνο ανατοκισμό των τόκων/Ετσι όμως όλα τα ποσά των χρηματικών καταβολών έχουν λογιστεί επί εσφαλμένης εκάστοτε οφειλής, με εντεύθεν πρακτική συνέπεια να είναι ανεκκαθάριστη η απαίτηση των 857,94 ευρώ, για την οποία εκδόθηκε η ανακοπτομενη διαταγή, αφού λόγω των παράνομων τόκων που έχουν ενσωματωθεί στο κεφάλαιο δεν προέκυπτε από τα επικληθέντα έγγραφα η νόμιμη απαίτηση της καθής. Πρέπει, συνεπώς, αφού γίνει δεκτός ο λόγος αυτός, να ακυρωθεί η ανακοπτομενη διαταγή πληρωμής, αφού επιδίκασε απαίτηση τόκων η οποία δεν γεννήθηκε ποτέ. Συνεπώς, πρέπει να γίνει δεκτή η ανακοπή κατά της υπ` αριθμ. ……… διαταγής πληρωμής του Ειρηνοδικείου Αθηνών και να ακυρωθεί αυτή (άρθρο 633 παρ. 1 ΚΠολΔ). Η καθής δε πρέπει να καταδικαστεί στη δικαστική δαπάνη του ανακόπτοντος (άρθρο 176 ΚΠολΔ).