Τελευταία ενημέρωση την 13 Μαρ 2011 — 09:00
Τόπος Αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου.
Πραγματοποιείται στην έδρα του Δήμου ή της Κοινότητας, όπου βρίσκεται το ακίνητο και στο δημοτικό ή κοινοτικό κατάστημα. Ως τέτοιο δεν νοείται μόνο το κτίριο που στεγάζει τις δημοτικές ή κοινοτικές αρχές ή τα γραφεία της διοίκησης, αλλά και άλλο κτίριο, όπου στεγάζονται δημοτικές ή κοινοτικές υπηρεσίες (άρθρο 998 § 2 ΚΠολΔ)ΑΠ. 801/2006, ΝοΒ 2006, Τόμος 54, σελ. 1081
Πλοία.
Κατάταξη δανειστών κατά τις διατάξεις του ΚΙΝΔ. Τα προνόμια του άρθρου 205 είναι ειδικά και προηγούνται. Ναυτικά προνόμια και νομική φύση αυτών. Εφαρμοστέο το δίκαιο της πολιτείας της σημαίας του πλοίου ως προς τη γένεση, έκταση, διάρκεια και απόσβεση του προνομίου, ενώ ως προς την κατάταξη έχει εφαρμογή το δίκαιο του τόπου της εκτέλεσης.
Πλειστηριασμός αλλοδαπού πλοίου στην Ελλάδα. Κατάταξη των απαιτήσεων που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο.
Προϋποθέσεις. Προνομιούχες απαιτήσεις κατά τον Εμπορικό Νόμο των Μπαχαμών. Κατάταξη των εξόδων φύλαξης και συντήρησης από τον κατάπλου του πλοίου το τελευταίο λιμάνι. Τι περιλαμβάνουν τα έξοδα αυτά. Συντηρητική κατάσχεση του πλοίου στο λιμάνι του Πειραιά, και επιτρεπτή η μεθόρμιση του πλοίου στην Ελευσίνα, όπου κατασχέθηκε, Τελευταίο λιμάνι θεωρείται ο Πειραιάς.ΕφΠειρ. 3/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004/140
Αναπλειστηριασμός λόγω μη καταβολής του πλειστηριάσματος από τον υπερθεματιστή. Κατακύρωση στον υπερθεματιστή εφόσον καταβάλει πριν από την πλειοδοσία το πλειστηρίασμα, τους τόκους και τα έξοδα του αναπλειστηριασμού. Απώτατο χρονικό σημείο αποτελεί η προσφορά του πρώτου πλειοδότη.ΑΠ 571/2003, Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ
Πλειστηριασμός πλοίου. Προνομιούχες απαιτήσεις που αφορούν το πλοίο. Κρίση ότι οι απαιτήσεις που προκύπτουν από ασφάλιστρα επιβατών πλοίου και τέλη μεταφοράς οχημάτων ορισμένου χρονικού διαστήματος (1193-1995) δεν είναι προνομιούχες. (Επικυρώνει την 371/2000 ΕφΠειρ.).ΑΠ 78/2004, ΕΝΑΥΤΔ 2004/139
Επειδή το άρθρο 573 ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις εμπορικές μισθώσεις που διέπονται από το Ν. 813/1978, ορίζει ότι ” με τη σύμβαση της μίσθωσης πράγματος ο εκμισθωτής έχει υποχρέωση να παραχωρήσει στο μισθωτή τη χρήση του πράγματος για όσο χρόνο διαρκεί η σύμβαση και ο μισθωτής να καταβάλει το συμφωνημένο μίσθωμα”. Αντικείμενο της μισθώσεως δυνατό να είναι κινητό ή ακίνητο πράγμα. Όταν όμως το μίσθιο είναι κινητό πράγμα η μίσθωση δεν προστατεύεται, ακόμη και αν αυτό είναι προσαρμοσμένο σε ακάλυπτο χώρο, εφόσον η συμφωνία δεν περιλαμβάνει και το ακίνητο, γιατί τότε πρόκειται πλέον για μίσθωση ακινήτου και δεν ενδιαφέρει το επ’ αυτού υφιστάμενο κινητό, αφού είτε ως συστατικό είτε παράρτημα ακολουθεί την τύχη της κύρια συμβάσεως (β. ΑΚ 948,953, 958). Εξάλλου το άρθρο 992 παρ. 2 του ΚΠολΔ ορίζει ότι η κατάσχεση ακινήτου εκτείνεται και στα συστατικά του, καθώς και στα παραρτήματά του μόνο αν περιληφθούν σ’ αυτήν. Περαιτέρω κατά το άρθρο 1001 Α΄εδ. α του ΚΠολΔ “το ακίνητο εκτίθεται σε πλειστηριασμό με τα παραρτήματα του, εφόσον έχουν κατασχεθεί μαζί”. Εντέλει το άρθρο 1009 ΚΠολΔ ορίζει “ότι αν το ακίνητο που πλειστηριάσθηκε ήταν μισθωμένο, εφαρμόζονται αναλόγως οι διατάξεις των άρθρων 614 και 616 του Α.Κ. Στην περίπτωση του άρθρου 615 ΑΚ η περίληψη εκτελείται κατά του μισθωτή, αφού περάσουν οι προθεσμίες του άρθρου αυτού που αρχίζουν αφότου η περίληψη επιδοθεί στο μισθωτή”.ΑΠ 126/2004, Α΄ Δημοσίευση ΝΟΜΟΣ
H παράλειψη των κατ’ άρθρ. 999 παρ. 1 και 3 ΚΠολΔ διατυπώσεων που ισχύουν και για τους προσημειούχους δανειστές, επιφέρει την ακυρότητα του πλειστηριασμού και κατ’ επέκταση της περιλήψεως κατακυρωτικής εκθέσεως ανεξαρτήτως βλάβης παράλειψη νόμιμης διατυπώσεως, που συνεπάγεται την ακυρότητα του πλειστηριασμού ανεξαρτήτως βλάβης και χωρίς να απαιτείται η προηγούμενη ακύρωση της αντίστοιχης πράξεως προδικασίας του πλειστηριασμού, συνιστά όχι μόνον η παράλειψη επιδόσεως της περιλήψεως κατασχετήριας εκθέσεως στους ενυπόθηκους και προσημειούχους δανειστές αλλά και η μη αναγραφή των υποθηκών και προσημειώσεων στην περίληψη και στο δημοσιευόμενο απόσπασμά της, εφόσον όμως πρόκειται για υποθήκες ή προσημειώσεις εγγεγραμμένες στα οικεία βιβλία πριν από την εγγραφή της κατασχέσεως, αφού μόνον οι προγενέστερες της κατασχέσεως υποθήκες και προσημειώσεις αντιτάσσονται στον κατασχόντα και τους αναγγελθέντες δανειστές. Η κατακύρωση του ακινήτου σε τιμή που δεν υπερβαίνει ουσιαστικά την τιμή πρώτης προσφοράς δεν καθιστά άκυρο τον πλειστηριασμό, αν δεν συνδυάζεται με δόλια και συμπαικτική συμπεριφορά του υπερθεματιστή, την οποία όμως οφείλει να επικαλείται κατά τρόπο ορισμένο ο ανακόπτων, ο οποίος προσβάλλει την κατακύρωση ως καταχρηστική.ΕφΠειρ. 34/2005, Αρμ. 2006, σελ. 744
Πλειστηριασμός ανακοπή κατά του κύρους του πλειστηριασμού λόγω καταχρηστικής διενέργειας του, με βάση πραγματικά περιστατικά μεταγενέστερα της κατασχετήριας εκθέσεως υπόκειται στην προθεσμία του άρθρ. 934 παρ. 1γ.ΕφΘες. 2902/2005, Αρμ. 2006, σελ 93.Τμήμα).
Αναστολή του Πλειστηριασμού κατ’ άρθρο 1000 ΚΠολΔ. Τα αποτελέσματα της αναστολής επέρχονται αφότου η σχετική απόφαση γνωστοποιηθεί στα εκτελεστικά όργανα. Σε περίπτωση μη γνωστοποίησης της αναστολής, κατ’ άρθρο 939 Κ.ΠολΔ., εγκύρως χωρεί ο πλειστηριασμός παρά τη διαταχθείσα προηγουμένως αναστολή του. (ΕφΛαρ. 391/2003, Αρμ.2005, σελ. 1572).
Απαγορεύεται η διάθεση ακινήτου που αποκτήθηκε με δάνειο από τον Ο.Ε.Κ. προς διάθεση εξομοιούται και ο αναγκαστικός πλειστηριασμός. (Εφ.Λάρισας 391/2003, Αρμ. 2003, σελ. 1572) Όλες οι διατάξεις στις οποίες παραπέμπει η ΚΠολΔ 1021 εφαρμόζονται και στις τρεις περιπτώσεις, στις οποίες γίνεται εκούσιος πλειστηριασμός “αναλόγως”. Εφαρμόζονται δηλαδή κατά τρόπο ώστε να επέρχεται το έννομο αποτέλεσμα, το οποίο καθιερώνουν με κατάλληλη προσαρμογή των όρων και προϋποθέσεων, τις οποίες ορίζουν για την εφαρμογή τους προς τα πραγματικά δεδομένα καθεμιάς από τις τρεις περιπτώσεις της ΚΠολΔ 1021.
– Στον πλειστηριασμό που γίνεται σε περίπτωση δικαστικής διανομής ακινήτου, εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις των ΚΠολΔ 959 επ., δηλαδή όχι μόνο εκείνες που αναφέρονται μέχρι την κατακύρωση, αλλά και οι επόμενες που αναφέρονται στην καταβολή του πλειστηριάσματος και τη σύνταξη του πίνακα κατάταξης.
– Σκοπός της υποχρεωτικής προσεπίκλησης στη δίκη διανομής των αναφερόμενων στην ΚΠολΔ 491 § 1 δανειστών. Η προσεπίκληση αυτή δεν απαιτείται να εγγράφεται στα βιβλία διεκδικήσεων. Στη δίκη διανομής προσεπικαλούνται υποχρεωτικά και οι έχοντες δικαίωμα προσημείωσης υποθήκης στο διανεμητέο ακίνητο. (ΠΠρΑθ. 7220/2003, ΝοΒ 52/2004, σελ. 827)
Η παράλειψη του επί του πλειστηριασμού υπαλλήλου να καθορίσει τη σειρά κατακύρωσης περισσότερων ακινήτων του οφειλέτη στην ίδια περιφέρεια, όταν αυτά έχουν κατασχεθεί με την ίδια έκθεση και δεν όρισε ο καθ’ ου η εκτέλεση ή ο αντιπρόσωπός του την εν λόγω σειρά (ΚΠολΔ 1001 § 2), συνιστά παράβαση που επάγεται ακυρότητα εφόσον, κατά την ανέλεγκτη αναιρετικώς κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, προκάλεσε στον καθ’ ου η εκτέλεση βλάβη τέτοια βλάβη είναι και η συνέπεια της κατακυρώσεως απώλεια της κυριότητας που είχε ο καθ’ ου η εκτέλεση σε ακίνητα, για τα οποία θα έπαυε ο πλειστηριασμός, κατά το άρθρο 1001 § 2 εδ. γ΄ ΚΠολΔ, αν ο αρμόδιος για τον πλειστηριασμό συμβολαιογράφος είχε καθορίσει, όπως όφειλε κατά νόμον, τη σειρά κατακύρωσης. (ΑΠ 180/2004, ΝοΒ 52/2004, σελ. 1729)
Προνομιακή κατάταξη των απαιτήσεων που προέρχονται από σύμβαση εργασίας. Οι συγκεκριμένες απαιτήσεις εξοπλίζονται με γενικό προνόμιο, εφόσον γεννήθηκαν εντός ορισμένου χρονικού διαστήματος πριν από τη διενέργεια του πλειστηριασμού. Η απαίτηση αποζημίωσης λόγω καταγγελίας της εργασιακής σχέσης είναι προνομιακή ανεξαρτήτως χρόνου γενέσεώς της. Α.Π 1419/2003, Γ΄Πολιτ. Τμήμα. 305/2003 ΑΠ (328682)
Το Δημόσιο ως δανειστής πτωχεύσαντος οφειλέτη. Κατ’ εξαίρεση μπορεί να επισπεύσει αναγκαστική εκτέλεση κατά του πτωχού, διαρκούσης της πτωχεύσεως. Το Δημόσιο σ’ αυτήν την περίπτωση μπορεί ν’ αναγγείλει την απαίτησή του απευθείας στον υπάλληλο του πλειστηριασμού και όχι μέσω του συνδίκου. (ΑΠ. 305/2003, Ζ΄Πολιτ. Τμήμα) 397/2003 ΑΠ (329371)
Ο Υπερθεματιστής έχει δικαίωμα να ζητήσει απόσβεση υποθηκών και προσημειώσεων με την καταβολή του πλειστηριάσματος. Αυτοδίκαια αναβίωση αυτών με αναδρομική ενέργεια σε περίπτωση ακύρωσης του πλειστηριασμού. Η αναβίωση επέρχεται από και με τη σημείωση της ακυρωτικής αποφάσεως στο Υποθηκοφυλακείο. Επίσπευση νέου πλειστηριασμού μετά την ακύρωση του προηγούμενου. Παραδεκτά δεν αναφέρεται στο νέο πρόγραμμα προσημείωση ούτε επιδίδεται αυτό στην προσημειούχο δανείστρια, εάν δεν έχει γίνει σχετική σημείωση αναβίωσης στα βιβλία υποθηκών. (Α.Π 397/2003, Ζ Πολιτ. Τμήμα) 400/2003 ΑΠ (329372)
Στον πίνακα κατάταξη δεν επιτρέπεται υπέρβαση του υποθηκικού ορίου των τόκων ενός έτους πριν από την κατάσχεση, εκτός εάν έχει συμφωνηθεί το αντίθετο ρητά σε σύμβαση μεταξύ δανειστή και οφειλέτη. Κατά το υπερβάλλον ποσόν, ο δανειστής δεν κατατάσσεται προνομιακά κατά τη διανομή του εκπλειστηριάσματος. (Α.Π. 400/2003, Ζ΄Πολιτ. Τμήμα). 303/2003 ΑΠ (328692)
Εγγραφή υποθήκης ως τοκοφόρου. Χρονικό διάστημα των τόκων που καλύπτει η υποθήκη. Αρκεί να εγγράφεται η υποθήκη ως τοκοφόρος χωρίς να απαιτείται να προσδιορίζεται και το ποσό των τόκων, γιατί αυτό προσδιορίζεται από το νόμο. Αν αυτό ξεπερνά το υποθηκικό όριο, τότε οι τόκοι δεν θεωρούνται προνομιακή απαίτηση. Προνομιακή κατάταξη ενυποθήκων δανειστών. Οι απαιτήσεις των τόκων που ξεπερνούν το υποθηκικό όριο είναι εγχειρόγραφες απαιτήσεις. (ΑΠ. 303/2003, Ζ Πολιτ. Τμήμα). (ΑΠ. 304/2003, Ζ Πολιτ. Τμήμα). 404/2003 ΑΠ (329909)
Ανακοπή. Είναι ορισμένη η ανακοπή όταν περιέχει γενική αμφισβήτηση της απαιτήσεως του προνομιακώς κατασχεθέντος δανειστή. Το βάρος απόδειξης βαρύνει τον καθού η ανακοπή για την απαίτηση και τα προνόμια του. Απαιτείται να αναφέρονται τα παραγωγικά της απαίτησης πραγματικά γεγονότα και, όταν πρόκειται για εγγύηση, για την κύρια οφειλή. (ΑΠ 404/2003,Ζ΄Πολιτ. Τμήμα). 439/2004 ΑΠ (353207)
Όταν το Δημόσιο έχει εγγράψει υποθήκη στο πλειστηριαζόμενο ακίνητο του οφειλέτη και επισπεύδεται ο πλειστηριασμός από τρίτο, πρέπει ο επισπεύδων για την εγκυρότητα του πλειστηριασμού να κοινοποιήσει προς τον Υπουργό των Οικονομικών και προς τον Διευθυντή του δημοσίου ταμείου της περιφέρειας της κατοικίας και του τόπου άσκησης της επαγγέλματος του καθ’ ου η εκτέλεση οφειλέτη. Επίδοση σε άλλο διευθυντή Δ.Ο.Υ. ή δημοσίου ταμείου δεν απαιτείται (ΑΠ. 439/2004, Ζ΄ Πολιτ. Τμήμα) 467/2004 ΑΠ (353227)
Άκυρη κάθε δικαιοπραξία εν ζωή, με την οποία συνιστάται οποιοδήποτε δικαίωμα ενοχικό ή εμπράγματο για ακίνητα κείμενα σε παραμεθόριες περιοχές, όπως ο νομός Δωδεκανήσου. Στην απαγόρευση αύτη εμπίπτει και η κτήση ακινήτων με αναγκαστικό πλειστηριασμό. Για την έγκυρη κτήση κυριότητας επ’ αυτών απαιτείται άδεια της επιτροπής του άρθρου 26 του ν. 1892/1990. (Α.Π. 467/2004, Γ΄ Πολιτ. Τμήμα) 265/2004 ΑΠ (349833).
Αυθαίρετα κτίσματα. Η απαγόρευση μεταβιβάσεως αυθαιρέτων κτισμάτων αφορά μόνο την εκούσια εκποίηση και όχι την περίπτωση μεταβιβάσεως στα πλαίσια αναγκαστικής εκτέλεσης. Έγκυρος ο πλειστηριασμός αυθαιρέτου χωρίς όμως μ’ αυτόν τον τρόπο να νομιμοποιείται και το αυθαίρετο της μίας αποφάσεως οριστικής και επί της άλλης μη οριστικής. Το Εφετείο που αγνοεί το αίτημα για ανάκληση της οριστικής απόφασης δεν αφήνει αδίκαστο αίτημα. 180/2004 ΑΠ (349852)
Πλειστηριασμός περισσοτέρων ακινήτων που έχουν κατασχεθεί με την ίδια έκθεση κατάσχεσης. Υποχρεωτικός ο προσδιορισμός σειράς κατακύρωσης. (ΑΠ 162/2000, 1694/1998).
Η κατακύρωση συνεχίζεται έως ότου το πλειστηρίασμα καλύψει την απαίτηση για την οποία γίνεται ο πλειστηριασμός, τους νόμιμους τόκους και τα έξοδα εκτέλεσης. Όταν το άθροισμα αυτό καλυφθεί πρέπει να πάψει η διαδικασία του πλειστηριασμού έτσι ώστε να μη κατακυρωθούν εκείνα από τα πλειστηριαζόμενα που τυχόν απομένουν. Άκυρος ο πλειστηριασμός μόνο ως προς τα ακίνητα εκείνα που κατακυρώθηκαν μετά τη συμπλήρωση του απαραίτητου ποσού. (ΑΠ 180/2004, Ζ ΄Πολιτικό Τμήμα) 194/2003 ΑΠ (325221)
Αναγκαστική Εκτέλεση.Η ανυπαρξία ή το εκπρόθεσμο της επιδόσεως του προγράμματος του πλειστηριασμού στα πρόσωπα που αναφέρει σχετικά ο νόμος επιφέρει ακυρότητα του πλειστηριασμού. Αν όμως είναι ελαττωματική η συγκεκριμένη επίδοση, τότε επέρχεται ακυρότητα αυτής κατόπιν ασκήσεως της ανακοπής του αρ. 933 Κ.Πολ. Δ., κατόπιν επιλήσεως σχετικής βλάβης, εντός της σχετικής προθεσμίας του αρ. 934. (Α.Π. 194/2003, Δ/ΝΗ 2003/1313). 197/2003 ΑΠ (326979)
Δικονομία πολιτική. Δικονομικές προθεσμίες. Τρόπος υπολογισμού αυτών. Καταχρηστική προθεσμία ασκήσεως αναιρέσεως. Κρίση ότι η ένδικη αίτηση αναιρέσεως ασκήθηκε Εμπρόθεσμα. Αναγκαστική εκτέλεση. Πρόγραμμα πλειστηριασμού. Πρόσωπα στα οποία επιδίδεται το πρόγραμμα (νομοθετικό καθεστώς προ της ισχύος του ν. 2298/1995). Η παράλειψη της επιδόσεως του προγράμματος στα πρόσωπα που απαιτεί ο νόμος συνεπάγεται ακυρότητα συνολικά του πλειστηριασμού εφ’ όλων των ακινήτων. (Α.Π. 197/2003, Δ/νη 2004/437). 4/2004 ΑΠ ( ΟΛΟΜ) (338719).
Νομική φύση της προσωρινής διαταγής του δικαστή που αναστέλλει τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Χρονικό σημείο έναρξης των αποτελεσμάτων της διαταγής αυτής. Οι προϋποθέσεις εγκυρότητας του “σημειώματος” δεν ελέγχονται από τα εκτελεστικά όργανα. Γνωστοποίηση του σημειώματός περί αναστολής λίγο μετά την έναρξη της διενέργειας του αναγκαστικού πλειστηριασμού και πριν από τη διαδικασία της πλειοδοσίας. Κρίση ότι ο διενεργηθείς πλειστηριασμός είναι άκυρος, γιατί έλαβε χώρα μετά τη γνωστοποίηση της σχετικής απόφασης περί αναστολής. (Ολ. ΑΠ. 4/2004, Δ/νση 2004/386) 696/2003 ΑΠ (335577)
Υποχρέωση του υπερθεματιστή να καταβάλει το πλειστηρίασμα εφάπαξ ή τμηματικά και του υπάλλήλου του πλειστηριασμού να του δώσει περίληψη της κατακυρωτικής έκθεσης. Τμηματική καταβολή του πλειστηριάσματος. Χρονικό σημείο έναρξης της υπέρημερίας του υπερθεματιστή είναι η οριστική κατάταξη και όχι η κατακύρωση. Δυνατότητες ως προς την καταβολή του πλειστηριάσματος του υπερθεματιστή που είναι ενυπόθηκος δανειστής. ( ΑΠ. 696/2003, ΑΠ 697/2003). 573/2003 ΑΠ (337574)
Υποχρέωση εγγυοδοσίας από τους υποψήφιους πλειοδότες σύμφωνα με το άρθρο 965 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 4 του Ν. 2298/1995. Ακυρότητα του πλειστηριασμού και της κατακυρωτικής εκθέσεως λόγω καταβολής της εγγυοδοσίας από τον πλειοδότη μετά την πλειοδοσία και την κατακύρωση και όχι κατά τη δήλωση συμμετοχής του στο πλειστηριασμό. (Α.Π. 573/2003) 1499/2003 ΑΠ (340843)
Διατυπώσεις της δημοσιότητας του πλειστηριασμού μέσω της δημοσίευσης αποσπάσματος της κατασχετήριας έκθεσης στον τύπο ή τοιχοκολλήσεως ή κηρύξεως. Αν δεν τηρηθούν οι ανωτέρω διατυπώσεις δημοσιότητας ή διενέργεια του πλειστηριασμού είναι άκυρη, κατόπιν ρητής ποινής ακυρότητας. Εννοιολογική διάκριση του όρου “πρωτεύουσα επαρχίας” από τον όρο “πρωτεύουσα του νομού”. Ορθός ο όρος “πρωτεύουσα επαρχίας”. (Α.Π. 1499/2003, Ζ Πολιτ.)