Τελευταία ενημέρωση την 13 Μαρ 2011 — 09:00
Διαδικασία αναγκαστικής εκτέλεσης
– Κατά το άρθρο 924 παρ. 1 εδ. 1 και 2 ΚΠολΔ, η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης αρχίζει από την επίδοση σε εκείνον κατά του οποίου στρέφεται η εκτέλεση, αντιγράφου του απογράφου με επιταγή για εκτέλεση, η οποία γράφεται κάτω από το αντίγραφο. ΕφΠειρ 612/99 ΕλΔ 2000,487, ΜΠρΧαλκ 100/2000 ΝοΒ 2000,1453, ΜπρΚαλ 29/2001 Αρμ 2001,1546.
– … η σειρά που ακολουθείται για να κινηθεί η διαδικασία της εκτέλεσης αρχίζει από το πρωτότυπο του εκτελεστού τίτλου, στο οποίο τίθεται ο εκτελεστήριος τύπος που προβλέπεται στο άρθρο 918 παρ. 1 εδ. 2 του ΚΠολΔ. Από το έγγραφο που διαμορφώνεται με τον τρόπο αυτό (πρωτότυπο με τον εκτελεστήριο τύπο) εξάγεται το απόγραφο, ήτοι ένα πλήρες αντίγραφο του πρωτοτύπου του εκτελεστού τίτλου, που περιέχει τον εκτελεστήριο τύπο. Το απόγραφο παραδίδεται σ’ αυτόν που νομιμοποιείται και έχει έννομο συμφέρον για αναγκαστική εκτέλεση. ΕφΠειρ 612/99 ΕλΔ 2000,487.
– … από το απόγραφο ο πληρεξούσιος δικηγόρος του επισπεύδοντα εκδίδει αντίγραφο, κάτω από το οποίο συντάσσει την επιταγή. Το τελευταίο (αντίγραφο απογράφου με επιταγή για εκτέλεση) είναι εκείνο που κοινοποιείται στον καθού η εκτέλεση (Ι. Μπρίνια, Αναγκαστική εκτέλεσις, β~ έκδ. σελ. 218). Η ακρίβεια της αντιγραφής του απογράφου πρέπει να βεβαιώνεται από το δικηγόρο, ο οποίος εκδίδει το αντίγραφο (άρθρο 449 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με 52 νδ 3026/54-Κώδικα δικηγόρων). ΕφΠειρ 612/99 ΕλΔ 2000,487.
– … η παράλειψη της βεβαιώσεως αυτής, η μη έκδοση αντιγράφου απογράφου – και επομένως και η έκδοση αντιγράφου όχι από απόγραφο, αλλά από αντίγραφο αυτού – καθώς και η επίδοση απλού και όχι επικυρωμένου αντιγράφου του απογράφου, η οποία εξομοιώνεται με μη επίδοση (πρβλ. ΑΠ 2/93 ΕλΔ 36,1084, και 312/76 ΝοΒ 24,853), οδηγούν σε ακυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης, ανεξαρτήτως βλάβης του καθού η εκτέλεση (Ι. Μπρίνια Αναγκαστική εκτέλεσις, β~ έκδ. σελ. 218). ΕφΠειρ 612/99 ΕλΔ 2000,487.
— Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 904, 915, 916 και 924 ΚΠολΔ, η μερική μόνο απόσβεση της επίδικης απαιτήσεως, οποτεδήποτε και αν έγινε, δεν συνεπάγεται την ακύρωση των πράξεων της εκτελεστικής διαδικασίας, γιατί το εν μέρει έγκυρο της επιταγής αρκεί για να ισχυροποιήσει την ενεργούμενη εκτέλεση, εφόσον ο ανακόπτων οφειλέτης δεν προσφέρεται στην εκπλήρωση του εκτελουμένου τίτλου κατά το ποσό που αυτός είναι έγκυρος, το δε ζήτημα του ύψους της απαιτήσεως, για την ικανοποίηση της οποίας επισπεύδεται η εκτέλεση εξετάζεται κατά την κατάταξη (βλ. ΑΠ 1445/80 ΝοΒ 29,707, ΑΠ 237/76 ΝοΒ 24,781, ΕφΑθ 2675/93 ΕλΔ 1944,456, ΕφΑθ 805/87 ΕλΔ 1988,306, ΕφΑθ 6720/92 Δ 24,1313). ΕφΑθ 2535/98 ΑρχΝ 2001,231.
— Από τα άρθρα 904, 924 και 933 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως χωρεί εγκύρως και όταν επισπεύδεται αυτή προς ικανοποίηση απαιτήσεως μείζονος της πραγματικής, ένεκα μερικής αποσβέσεώς της από οποιοδήποτε λόγο, ως συνεπεία παραγραφής της προς καταβολή τόκων υποχρεώσεως του καθ’ ου (βλ. ΑΠ 634/88 ΕλΔ 30,964), αφού αυτός δεν εξοφλεί το υποστατό μέρος της οφειλής του. ΕφΑθ 8667/2001 ΑρχΝ 2002,351.
— Γίνεται μεν δεκτό ότι, χάριν της προστασίας του οφειλέτη από την αδικαιολόγητη πίεση ή εκμετάλλευση από τον δανειστή, δεν είναι ισχυρή η παραίτηση από τις διατυπώσεις της εκτέλεσης ούτε η παραίτηση εκ των προτέρων από το δικαίωμα προσβολής με ανακοπή των άκυρων πράξεων της εκτέλεσης, διότι μία τέτοια συμφωνία δεν γίνεται με ελεύθερη βούληση αλλά είναι προϊόν της ανάγκης και πίεσης του οφειλέτη. ΜΠρΤρικ 202/2000 Δ 2001,882.
— … όμως έγκυρα μπορεί ο οφειλέτης να παραιτηθεί, ρητά ή σιωπηρά, από ακυρότητες της αναγκαστικής εκτέλεσης σε χρόνο μεταγενέστερο (να παραιτηθεί δηλαδή, από τις ακυρότητες που είχαν γεννηθεί μέχρι το χρόνο της παραίτησης), έστω και αν η ακυρότητα προέρχεται από παραβίαση διάταξης δημοσίας τάξης. ΜΠρΤρικ 202/2000 Δ 2001,882.
— Το κύρος της πράξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, που έχει προσβληθεί με ανακοπή, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί εκ νέου από εκείνον που έχει ασκήσει την ανακοπή και να τεθεί σε νέα κύρια ή παρεμπίπτουσα κρίση, για λόγους που ήταν γεννημένοι και μπορούσαν να προταθούν στην προγενέστερη δίκη της ανακοπής. ΑΠ 242/2001 ΕλΔ 2001,1575.
— Η επίσπευση αναγκαστικής εκτέλεσης για την πραγμάτωση απαιτήσεως εξοπλισμένης με εκτελεστό τίτλο, αποτελεί άσκηση ουσιαστικού δικαιώματος και δεν επιτρέπεται να υπερβαίνει τα τιθέμενα από το άρθρο 281 ΑΚ όρια. ΑΠ 243/2001 ΕλΔ 2001,1579, EEN 2002,504.
— … για το παραδεκτό και τη νόμιμη θεμελίωση της ενστάσεως αυτής περί καταχρηστικής ασκήσεως του δικαιώματος, πρέπει κατά την πρώτη συζήτηση της υποθέσεως στον πρώτο βαθμό, να προβάλλονται τα αναγκαία περιστατικά, που συγκροτούν την κατάχρηση του δικαιώματος, κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ, από το διάδικο κατά του οποίου ασκείται το δικαίωμα και να διατυπώνεται συγχρόνως και σχετικό αίτημα. ΑΠ 243/2001 ΕλΔ 2001,1579, EEN 2002,504.
— Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 926 παρ. 1 εδαφ. α~ ΚΠολΔ, ο νόμος από εύνοια προς τον οφειλέτη και γενικά το νομιμοποιούμενο παθητικά κατά τη διαδικασία της εκτέλεσης, μετά την επίδοση επιταγής προς εκτέλεση από την οποία σύμφωνα με το άρθρο 924 ΚΠολΔ αρχίζει η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης, παρέχει στον οφειλέτη προθεσμία τριών εργασίμων ημερών για την εκούσια εκπλήρωση του χρέους του. Η προθεσμία αυτή πρέπει να τηρείται τόσο στην έμμεση όσο και στην άμεση εκτέλεση. ΑΠ 614/2001 ΕλΔ 2002,119.
— Από την έκδοση της αποφάσεως που απορρίπτει την αίτηση αναστολής, δεν απαιτείται η εκ νέου τήρηση της τριήμερης προθεσμίας που προβλέπει το άρθρο 926 παρ. 1 ΚΠολΔ γιατί το μεγάλο χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από την επίδοση της επιταγής και μέχρι την έκδοση της απορρίπτουσας την αίτηση αναστολής αποφάσεως είναι ικανό για την εκούσια εκπλήρωση των υποχρεώσεων του οφειλέτη, ο οποίος πρέπει να λαμβάνει υπόψη ότι η μέχρι την έκδοση της αποφάσεως επί της αιτήσεως αναστολής εξελισσόμενη διαδικασία της εκτελέσεως απλώς αδρανεί και ότι είναι ενδεχόμενη η τυχόν απόρριψη της αιτήσεως αναστολής. ΑΠ 614/2001 ΕλΔ 2002,119.
— Σε συγχώνευση ανωνύμων εταιριών, για την επίσπευση αναγκαστικής εκτελέσεως από τη νέα εταιρία επιβάλλεται κοινοποίηση στον καθού η εκτέλεση μαζί με την επιταγή και των νομιμοποιητικών του επισπεύδοντος εγγράφων (ΚΠολΔ 925 Ι). Αυτά κοινοποιούνται ολόκληρα (όχι σε απόσπασμα) και ως πρωτότυπα ή επίσημα αντίγραφα και δεν αρκεί η απλή μνεία τους στην επιταγή. Η παράβαση του άρθρου 925 Ι ΚΠολΔ συνεπάγεται ακυρότητα της εκτελέσεως. Στην περίπτωση συγχωνεύσεως ανωνύμων τραπεζικών εταιριών στα νομιμοποιητικά έγγραφα, που πρέπει να συγκοινοποιηθούν περιλαμβάνεται και η σύμβαση συγχωνεύσεως. ΜΠρΧίου 293/2001 Αρμ 2002,436.