Τελευταία ενημέρωση την 13 Μαρ 2011 — 08:59
Απαιτείται για την εγκυρότητα της αναγκαστικής εκτέλεσης να προκύπτει μέσα από τον εκτελεστό τίτλο η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής (άρθρα 915,196 και 924 ΚΠολΔ).
Η απαίτηση είναι εκκαθαρισμένη και όταν, κατά το χρόνο της σύνταξης της επιταγής παρά το μη προσδιορισμό του ποσού της παροχής στον εκτελεστό τίτλο, είναι δυνατός ο καθορισμός αυτός με αριθμητικές ή λογιστικές πράξεις, χωρίς όμως συμπλήρωση από στοιχεία εκτός του τίτλου.
Ακυρότητα αναγκαστικής εκτέλεσης για ικανοποίηση μη εκκαθαρισμένης απαίτησης, χωρίς την ανάγκη συνδρομής του στοιχείου της βλάβης. ΜονΠρΠειρ 5949/2006, ΝοΒ 2006, Τόμος 54, σελ. 1094Ø
ΑΠΟΓΡΑΦΟ: Η ελλιπής χαρτοσήμανση του απογράφου δεν επιδρά στο κύρος της επισπευδόμενης με αυτό αναγκαστικής εκτέλεσης.(ΑΠ. 51/2004, ΝοΒ 52/2004, σελ. 1370)
– Απόγραφο συνιστά το αντίγραφο του εκτελεστού τίτλου, το οποίο φέρει τον εκτελεστήριο τύπο, ο οποίος συνίσταται στην έκδοση του στο όνομα του ελληνικού λαού και σε διαταγή προς όλα τα αρμόδια όργανα να εκτελέσουν τον τίτλο και ο οποίος δίνεται (περιάπτεται), σε περιπτώσεις αποφάσεων, διαταγών πληρωμής ή άλλων διαταγών ελληνικών δικαστηρίων, από το δικαστή που εξέδωσε την απόφαση ή τη διαταγή. ΜΠρΧαλκ 100/2000 ΝοΒ 2000,1453, Δ 2000,888.
– … μεταξύ των άλλων, εκτελεστό τίτλο, με βάση τον οποίο και μόνο μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση, αποτελούν και οι διαταγές πληρωμής και απόδοσης της χρήσης του μισθίου ακινήτου που εκδίδουν έλληνες δικαστές, οι οποίες (διαταγές απόδοσης) αποτελούν εκτελεστό τίτλο μετά από την πάροδο δύο μηνών * από την επίδοσή τους σ’ εκείνον εναντίον του οποίου στρέφεται η αίτηση. ΜΠρΧαλκ 100/2000 ΝοΒ 2000,1453, Δ 2000,888. ——————————— [είκοσι (20) ημερών, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 20 παρ. 5 του ν. 2915/2001] – Από τις διατάξεις των άρθρων 915 εδ. α~ και β~, 918 παρ. 4 και 924 εδ. α~ του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, αν η απαίτηση τελεί υπό προθεσμία, για το έγκυρο της αναγκαστικής εκτέλεσης και ειδικότερα για την έκδοση απογράφου και την κοινοποίηση αυτού στον οφειλέτη με επιταγή προς εκτέλεση απαιτείται να αποδεικνύεται η πάροδος της προθεσμίας με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο που έχει αποδεικτική δύναμη, το οποίο πρέπει να συγκοινοποιείται στον καθού η εκτέλεση, εκτός αν η πάροδος της προθεσμίας βρίσκεται ημερολογιακά, οπότε δεν χρειάζεται τέτοια συγκοινοποίηση. ΕφΑθ 4307/99 ΕλΔ 1999,1587.
– Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 918 παρ. 5 ΚΠολΔ, σε περίπτωση που ο αρμόδιος για τη χορήγηση απογράφου αρνηθεί την έκδοσή του, αυτός που έχει έννομο συμφέρον μπορεί να προσφύγει στο μονομελές πρωτοδικείο, στην περιφέρεια του οποίου εδρεύει ο αρμόδιος για την έκδοση του απογράφου, το οποίο καλείται να άρει τη διαφωνία. Η αρμοδιότητα του δικαστηρίου είναι γενική και περιλαμβάνει και τα συμβολαιογραφικά έγγραφα. ΜπρΑθ 18529/99 Δ 2003,1159, ΜΠρΑθ 20976/99 Δ 2000,44.
– … το δικαστήριο περιορίζεται στην έρευνα διαπίστωσης των προϋποθέσεων έκδοσης απογράφου. Η απόφασή του δεν αποτελεί δεδικασμένο γι’ αυτό και κάθε αμφισβήτηση, ακόμη κι αν ανάγεται σε θέματα που κρίθηκαν μ’ αυτή, κατ’ άρθρο 918 παρ. 5, μπορεί να κριθεί στις εκτελεστικές δίκες από το αρμόδιο γι’ αυτές δικαστήριο, μετά από άσκηση ανακοπής (933 ΚΠολΔ). ΜπρΑθ 18529/99 Δ 2003,1159, ΜΠρΑθ 20976/99 Δ 2000,44.
– … το δικαστήριο, το οποίο δικάζει κατά τη διαδικασία των άρθρων 686 επ. ΚΠολΔ, ενώ στην ουσία πρόκειται για υπόθεση της εκουσίας δικαιοδοσίας, αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη χορήγηση απογράφου, δεν εκδίδει το ίδιο απόγραφο, αλλά διατάσσει τον αρμόδιο για την έκδοση του, που αρνείται να το χορηγήσει. Η αίτηση για την χορήγηση του απογράφου δεν απευθύνεται κατά προσώπου, δηλαδή δεν υπάρχει αντίδικος σ’ αυτή (βλ. Βαθρακοκοίλη ΕρμΚΠολΔ άρθρο 918 αριθμ. 13, 14, σελ. 225). ΜπρΑθ 18529/99 Δ 2003,1159, ΜΠρΑθ 20976/99 Δ 2000,44.
– Τα εκ του άρθρου 918 ΚΠολΔ απόγραφα εκτελεστών τίτλων υπόκεινται στα υπό του Κώδικα Τελών Χαρτοσήμου προβλεπόμενα πάγια και αναλογικά τέλη χαρτοσήμου. Εφόσον εκδόθηκε απόγραφο και αυτό περιεβλήθη με τον εκτελεστήριο τύπο, τυχόν ελλιπής χαρτοσήμανση του δεν επιδρά στο κύρος της, βάσει αυτού, επισπευδόμενης εκτέλεσης, παρά μόνο με την επίκληση συνδρομής δικονομικής βλάβης του καθού η εκτέλεση από την έλλειψη αυτή, βλάβη δε τέτοια δεν είναι νοητή στην περίπτωση αυτή, αφού τα έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης, στα οποία ανήκουν και τα έξοδα χαρτοσήμανσης του απογράφου, βαρύνουν τελικώς τον καθού η εκτέλεση (άρθρο 932 ΚΠολΔ). ΑΠ 474/99 ΕλΔ 2000,80, ΑρχΝ 2000,564.
– Από τις διατάξεις του άρθρου 919 ΚΠολΔ προκύπτει ότι μπορεί να γίνει αναγκαστική εκτέλεση όταν πρόκειται για άλλους εκτελεστούς τίτλους, πλην των δικαστικών ή διαιτητικών αποφάσεων, υπέρ και κατά εκείνων που αναφέρονται στον τίτλο ως δικαιούχοι ή υπόχρεοι, υπέρ και κατά των αναφερομένων στα άρθρα 325 έως 327 ΚΠολΔ προσώπων και κατά εκείνων που απέκτησαν τη νομή ή την κατοχή του πράγματος, εφόσον η διαδοχή έλαβε χώρα μετά την έκδοση του τίτλου. ΜΠρΑθ 3215/2000 ΝοΒ 2000,1445.
– … για την παθητική νομιμοποίηση των διαδόχων και υποχρέων στις περιπτώσεις των άρθρων 325 έως 327 ΚΠολΔ, όσον μεν αφορά τις δικαστικές ή διαιτητικές αποφάσεις, η διαδοχή οριοθετείται χρονικώς από την έναρξη της εκκρεμοδικίας, δηλαδή από την κατάθεση της αγωγής, όσον όμως αφορά τους άλλους τίτλους, όπως είναι και η διαταγή πληρωμής, δεν καθορίζεται από το νόμο πότε πρέπει να χώρισε, αφού η διάταξη του άρθρου 919 παρ. 2 ανάγεται στη νομιμοποίηση των νομέων και κατόχων. Και στην περίπτωση όμως αυτή πρέπει να εφαρμοστεί αναλόγως η ρύθμιση του άρθρου 919 παρ. 2, δηλαδή η ειδική διαδοχή πρέπει να έχει λάβει χώρα μετά τη σύνταξη του εγγράφου ή τη σύνταξη του τίτλου. ΜΠρΑθ 3215/2000 ΝοΒ 2000,1445.
— Όπως προκύπτει από το άρθρο 924 ΚΠολΔ βασική προϋπόθεση του κύρους της επιταγής προς εκτέλεση η οποία αποτελεί την πρώτη πράξη της προδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως, είναι η ύπαρξη εκτελεστού τίτλου. ΑΠ 675/2001 ΕλΔ 2001,1574.
– Κατά το άρθρο 924 του ΚΠολΔ στην επιταγή πρέπει να ορίζεται με ακρίβεια το οφειλόμενο ποσό. Η παράλειψη, όμως, του καθορισμού του τρόπου υπολογισμού των οφειλόμενων τόκων δεν δημιουργεί ακυρότητα της επιταγής, αφού ο υπολογισμός αυτός μπορεί να γίνει με ακρίβεια από τα γνωστά δεδομένα, όπως το κεφάλαιο, η έναρξη των τόκων, η διάρκεια του χρέους κ.λπ. ΑΠ 474/99 ΕλΔ 2000,80, ΑρχΝ 2000,564.
— Μόνη η επίδοση της επιταγής δεν αρκεί για την έναρξη της αναγκαστικής εκτελέσεως όταν ο νόμος (924 εδαφ. α~ και 915 ΚΠολΔ) απαιτεί την επίδοση και προσθέτων εγγράφων. ΑΠ 614/2001 ΕλΔ 2002,119.
— Αναγκαστική εκτέλεση δεν μπορεί να γίνει, αν από τον εκτελεστό τίτλο δεν προκύπτει η ποσότητα και η ποιότητα της παροχής. Η διάταξη της ΚΠολΔ 916 έχει εφαρμογή σε αναγκαστική εκτέλεση οποιουδήποτε εκτελεστού τίτλου και ανεξάρτητα από το είδος και τη μορφή της εκτέλεσης. ΜΠρΘεσ 19129/2001 Αρμ 2002,749.
— … επομένως για την εγκυρότητα της επιταγής προς εκτέλεση και την ενέργεια της αναγκαστικής εκτέλεσης, η παροχή, δηλαδή το αντικείμενο της απαίτησης του επισπεύδοντος και κατά νομική ακολουθία το αντικείμενο της υποχρέωσης του καθού η εκτέλεση, προς προστασία του οποίου έχει τεθεί η διάταξη, πρέπει να είναι εκκαθαρισμένη μέσα στον ίδιο τον εκτελεστό τίτλο, δηλαδή απ’ αυτόν πρέπει, χωρίς την ανάγκη συνεκτίμησης και άλλων εγγράφων δημοσίων ή ιδιωτικών με δεσμευτική αποδεικτική δύναμη, να προκύπτει η ποσότητα και ποιότητα της παροχής. ΜΠρΘεσ 19129/2001 Αρμ 2002,749.
— … ο κατά τα παραπάνω προσδιορισμός της παροχής κρίνεται από τα στοιχεία που παρέχονται από τον εκτελεστό τίτλο και περιέχονται στην επιταγή. Κρίσιμος χρόνος για την κρίση του εκκαθαρισμένου της απαίτησης είναι ο της εκτέλεσης και κρίνεται από το δικαστήριο που δικάζει την κατ’ άρθρο 933 ΚΠολΔ ανακοπή, το οποίο δεν δεσμεύεται από την απόφαση που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο. ΜΠρΘεσ 19129/2001 Αρμ 2002,749.
— … η εκτέλεση για την ικανοποίηση απαίτησης που δεν είναι εκκαθαρισμένη είναι άκυρη, χωρίς τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης και μπορεί να προσβληθεί προς τούτο με την ανακοπή των άρθρων 933 επ. ΚΠολΔ. ΜΠρΘεσ 19129/2001 Αρμ 2002,749.
– Οταν ο εκτελεστός τίτλος και η επιταγή περιλαμβάνουν κεφάλαιο και νόμιμους τόκους δεν είναι αναγκαίο να προσδιορίζεται το ποσό των τόκων, αφού το ποσοστό των νομίμων τόκων ορίζεται από το νόμο, ούτε το χρονικό διάστημα μέχρι του οποίου θα υπολογιστούν οι τόκοι αυτοί, μπορούν δε να υπολογισθούν με απλό μαθηματικό υπολογισμό. ΑΠ 734/2000 ΕλΔ 2000,1612, ΠΠολΚορ 387/2000 ΕλΔ 2001,507, ΕφΑθ 3009/2001 ΕλΔ 2001,1371, ΕφΑθ 2838/2002, ΕλΔ 2002,1460, ΜπρΑθ 2488/2002 ΝοΒ 2003,689. – Η επιταγή που έγινε για ποσό μεγαλύτερο από το οφειλόμενο δεν πάσχει ακυρότητα και διατηρεί τις συνέπειες της για το πράγματι οφειλόμενο. ΑΠ 1773/2001 Αλδ 2002,1385, ΑΠ 390-1/2000 ΕλΔ 2000,1324, ΑΠ 72/95 ΕλΔ 38,585, ΑΠ 194/95 ΕλΔ 37,102, ΕφΑθ 2535/98 ΕλΔ 40,384, ΕφΑθ 5667/95 ΕλΔ 38,1618.
— Όπως προκύπτει από τις διατάξεις των άρθρων 924, 904, 916, 918 και 919 επ. ΚΠολΔ, η επιταγή, με την οποία αρχίζει η αναγκαστική εκτέλεση, πρέπει να περιέχει σύντομη μνεία του ποσού που οφείλεται, χωρίς να είναι ανάγκη να εκτίθεται το ιστορικό κάθε κονδυλίου. ΕφΑθ 2535/98 ΑρχΝ 2001,231, ΠΠρΚορ 387/2000 ΕλΔ 2001,507, ΕφΑθ 3009/2001 ΕλΔ 2001,1371.
— … ειδικότερα αρκεί να προκύπτει από την επιταγή εκτελέσεως η αιτία της απαιτήσεως, η οποία κατ’ αρχήν θα προκύπτει από το αντίγραφο του τίτλου, κάτω από το οποίο γίνεται η επιταγή, καθώς και η οφειλή κατά κεφάλαιο, τόκους και έξοδα (βλ. ΑΠ 72/95 ΕλΔ 1997,585, ΑΠ 194/95 ΕλΔ 1996,102, ΕφΑθ 2659/92 ΕλΔ 1994,456, ΕφΘεσ 3933/66 Αρμ 1197,1057). ΕφΑθ 2535/98 ΑρχΝ 2001,231, ΠΠρΚορ 387/2000 ΕλΔ 2001,507, ΕφΑθ 3009/2001 ΕλΔ 2001,1371.
— … εφόσον έχει γίνει ο διαχωρισμός αυτός, η επιταγή παρουσιάζει πληρότητα και απόκειται στον οφειλέτη να ισχυρισθεί και αποδείξει την απόσβεση της απαιτήσεως ή της ανακρίβειας των κονδυλίων ή τον εσφαλμένο υπολογισμό ή το παράνομο των τόκων. Οι τυχόν καταβολές του οφειλέτη ή μερική απόσβεση της απαίτησης δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ένστασης του οφειλέτη. ΑΠ 1773/2001 ΕλΔ 2002,1385, ΕφΑθ 2535/98 ΑρχΝ 2001,231, ΠΠρΚορ 387/2000 ΕλΔ 2001,507, ΕφΑθ 3009/2001 ΕλΔ 2001,1371, ΕφΑθ 2838/2002, ΕλΔ 2002,1460..
— … οι καταβολές του οφειλέτη, ανεξαρτήτως του πότε έγιναν, δεν αποτελούν στοιχείο του περιεχομένου της επιταγής, αναγκαίο για το κύρος της, αλλά βάση ενστάσεως του οφειλέτη (βλ. ΑΠ 194/55 ό.π., CONTRA ΕφΑθ 2659/92 ΕλΔ 1994,456). ΕφΑθ 2535/98 ΑρχΝ 2001,231, ΠΠρΚορ 387/2000 ΕλΔ 2001,507, ΕφΑθ 3009/2001 ΕλΔ 2001,1371.
— … αν η επιταγή δεν περιέχει τα ως άνω στοιχεία, επέρχεται ακυρότητα, που κηρύσσεται από το δικαστήριο, εφόσον κατά την κρίση του προκαλείται από την αοριστία της επιταγής στον οφειλέτη δικονομική βλάβη, που δεν μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας. ΠΠρΚορ 387/2000 ΕλΔ 2001,507, ΕφΑθ 3009/2001 ΕλΔ 2001,1371, ΕφΑθ 2838/2002, ΕλΔ 2002,1460.
— … αν η επιταγή έγινε για ποσό μεγαλύτερο από το πράγματι οφειλόμενο, ακυρότητα επέρχεται μόνο κατά το επί πλέον ποσό ΑΠ 675/2001, ΕλΔ 2001,1574, ΕφΑθ 2838/2002 ΕλΔ 2002,1460, (ΑΠ 72/95 ΕλΔ 38,585, ΑΠ 194/95 ΕλΔ 37,102, ΕφΑθ 2535/98 ΕλΔ 40,384, ΕφΑθ 5667/95 ΕλΔ 38,1618). ΠΠρΚορ 387/2000 ΕλΔ 2001,507.
— … άκυρη είναι η επιταγή εφόσον η δικαστική δαπάνη ορίζεται γενικά για αμοιβή δικηγόρου, σύνταξη επιταγής, για το απόγραφο, το αντίγραφο εξ απογράφου κ.λπ., διότι δεν δύναται να κριθεί η νομιμότητα των επί μέρους κονδυλίων και δεν καθίσταται δυνατή η άμυνα του καθού η εκτέλεση ως προς καθένα εξ αυτών και εφικτή η εκτέλεση (ΕφΑθ 3785/75 ΝοΒ 23,1275 – Σταθέας, Εκτέλεσις, τ. Α~, σελ. 170). ΠΠρΚορ 387/2000 ΕλΔ 2001,507, ΜπρΘεσ 31899/99 Αρμ. 2001,1373, ΜπρΚαλ 29/2001 Αρμ 2001,1546.
— … ειδικότερα η μερική ακυρότητα της επιταγής για εκούσια συμμόρφωση του οφειλέτη, αναφορικά με μία από τις περισσότερες χρηματικές απαιτήσεις που επιτάσσεται να εκπληρώσει δεν επιφέρει ακυρότητα της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτελέσεως που επακολουθεί ως προς εκείνες τις χρηματικές απαιτήσεις, οι οποίες δεν πλήττονται από τη μερική ακυρότητα της επιταγής. ΑΠ 675/2001 ΕλΔ 2001,1574.
— Μολονότι η μερική απόσβεση της απαιτήσεως δεν επάγεται ακύρωση των πράξεων εκτελέσεως, αλλά επηρεάζει μόνο την κατάταξη, εντούτοις δεν αποκλείεται στον καθ’ ου η εκτέλεση να ζητήσει τη μερική ακύρωση της επιταγής, ήτοι καθ’ ό ποσό εξοφλήθηκε το επιτασσόμενο χρέος του, χωρίς πάλι να επηρεάζεται η περαιτέρω διαδικασία της εκτελέσεως, με βάση όμως την επιταγή καθ’ ό ποσό δεν ακυρώθηκε (ΑΠ 1078/90 ΕλΔ 32,796). ΜΠρΘεσ 31899/99 Αρμ 2001,1373.
— Η επίδοση επιταγής προς εκτέλεση που κινεί σύμφωνα με το άρθρο 924 ΚΠολΔ τη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, ως εξώδικη διαδικαστική πράξη έχει δικονομικές (άρθρα 924 παρ. 1, 926 παρ. 2, 932 ΚΠολΔ) και ουσιαστικές (άρθρα 264, 340 ΑΚ) συνέπειες, οι οποίες επέρχονται και στην περίπτωση επιδόσεως δικονομικώς άκυρης επιταγής προς εκτέλεση και δεν αίρονται παρά μόνο με την ακύρωσή της από το δικαστήριο ή με παραίτηση από την επιταγή (ανάκληση) εκ μέρους του επισπεύδοντος. ΑΠ 614/2001 ΕλΔ 2002,119.
— … η παραίτηση από την επιταγή, ρητή ή σιωπηρή, έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται στο εξής ότι η επίδοση της επιταγής δεν πραγματοποιήθηκε και συνεπώς η ασκηθείσα ανακοπή κατά της επιταγής είναι χωρίς αντικείμενο. ΑΠ 614/2001 ΕλΔ 2002,119.
— Η κατ’ άρθρο 924 ΚΠολΔ επιταγή, που αποτελεί την πρώτη πράξη της αναγκαστικής εκτέλεσης, συνάμα δε και την προδικασία αυτής, είναι η έγγραφη πρόσκληση του επισπεύδοντος προς τον καθ’ ου η εκτέλεση, με την οποία καλείται αυτός να εκπληρώσει την υποχρέωσή του. ΕφΑθ 8659/2000 ΕλΔ 2002,794.
— … με την έννοια ότι δεν απευθύνεται ούτε λαμβάνει χώρα ενώπιον δικαστηρίου, η επιταγή είναι εξώδικη πράξη. Συνάμα όμως αποτελεί και διαδικαστική πράξη της διαδικασίας της αναγκαστικής εκτέλεσης, το δε έγγραφο της επιταγής φέρει το χαρακτήρα του δικογράφου. ΕφΑθ 8659/2000 ΕλΔ 2002,794.
— … περαιτέρω από άποψη νομικής φύσεως της εμπεριεχόμενης δηλώσεως βουλήσεως του επιτάσσοντος, αυτή αποτελεί πράξη δικαίου υπό τη στενή του όρου έννοια και ειδικότερα δικαστική πράξη ανακοινώσεως βουλήσεως ή κατ’ άλλην ορολογία «οιονεί δικαιοπραξία» κατευθυνομένη προς ορισμένο αποτέλεσμα επερχόμενο εκ του νόμου ανεξαρτήτως των ηθελημένων από τον επιτάσσοντα αποτελεσμάτων. ΕφΑθ 8659/2000 ΕλΔ 2002,794.
— … συνέπεια της άνω φύσεως της επιταγής είναι η δυνατότητα παραιτήσεως από αυτήν (άρθρα 294, 299 ΚΠολΔ) με δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά (κατά τη συζήτηση της κατ’ αυτής ασκηθείσας ανακοπής) ή με δικόγραφο που επιδίδεται στον αντίδικο του επιτάσσοντος (άρθρο 297 ΚΠολΔ), η οποία (παραίτηση από την επιταγή προς εκτέλεση) έχει ως αποτέλεσμα να θεωρείται αυτή (επιταγή) ως μηδέποτε λαβούσα χώρα, καταργουμένη αναδρομικώς και αυτομάτως χωρίς την έκδοση αποφάσεως. ΕφΑθ 8659/2000 ΕλΔ 2002,794.
— … έτσι ο ανακόπτων (σε περίπτωση που η ανακοπή του ασκήθηκε πριν την επίδοση του δικογράφου παραιτήσεως από την επιταγή σε αυτόν από τον επιτάσσοντα) στερείται πλέον εννόμου συμφέροντος για την εκδίκαση της ανακοπής του και την έκδοση αποφάσεως επί αυτής (ΕφΑθ 4340/93 ΕλΔ 37,398). ΕφΑθ 8659/2000 ΕλΔ 2002,794.
— … τα έξοδα της παραιτήσεως από την επιταγή προς πληρωμή επιβάλλονται σε βάρος του διαδίκου που παραιτήθηκε και εκκαθαρίζονται από το αρμόδιο δικαστήριο (μονομελές πρωτοδικείο ή ειρηνοδικείο) κατά τη διαδικασία των άρθρων 679 επ. ΚΠολΔ, σύμφωνα με τα άρθρα 188 και 192 εδάφ. β~. ΚΠολΔ. ΕφΑθ 8659/2000 ΕλΔ 2002,794.
— Η παράλειψη της διατάξεως 924 εδ. β~ συνεπάγεται σύμφωνα με το άρθρο 159 του ΚΠολΔ ακυρότητα μόνο αν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ανέλεγκτη ακυρωτικώς (ΚΠολΔ 561 παρ. 1), επέφερε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη δικονομική, που δεν μπορεί να επανορθωθεί παρά με την κήρυξη της ακυρότητας (ΑΠ 194/95 ΕλΔ 37,101, ΑΠ 47/90 ΕλΔ 31,812, ΕφΑθ 3897/95 Αρμ 1996,232, ΕφΚρ 497/97 ΕΕμπΔ 1997,695, ΕφΑθ 5867/93 ΑρχΝ 45,564). ΜΠρΚαλ 29/2001 Αρμ 2001,1546.
— … ως βλάβη, η επέλευση της οποίας επιφέρει ακυρότητα της επιταγής, νοείται κατά την ανωτέρω διάταξη όχι η ουσιαστική αλλά η δικονομική τέτοια, δηλαδή η αφορώσα άσκηση δικαιωμάτων υπό του διαδίκου, παρεχομένων υπό του ΚΠολΔ. ΜΠρΚαλ 29/2001 Αρμ 2001,1546.
— … η ως άνω ακύρωση αποκλείεται όχι μόνο όταν η βλάβη μπορεί να επανορθωθεί με άλλο τρόπο, αλλά και όταν δεν μπορεί να επανορθωθεί ούτε με την κήρυξη της ακυρότητας. Το ίδιο ισχύει και όταν η βλάβη τελικά δεν προκλήθηκε επειδή ακριβώς ο διάδικος μπόρεσε να χρησιμοποιήσει τις δυνατότητες που έθεσε σε κίνδυνο η διάταξη η οποία παραβιάστηκε (ΕφΑθ 2514/78 Αρμ 32,846). ΜΠρΚαλ 29/2001 Αρμ 2001,1546.
— … τα πραγματικά περιστατικά που συνιστούν τη βλάβη πρέπει να προτείνονται στην πρώτη συζήτηση από το διάδικο και μάλιστα εξειδικευμένα (ΑΠ 198/85 ΕλΔ 26,460, ΕφΑθ 2924/70, ΜΠρΠειρ 34/86 Δ 17,511, ΜΠρΘηβ 56/94 Δ 25,639), διαφορετικά η ανακοπή ως προς αυτήν την αιτίαση είναι αόριστη, μη δυναμένου του Δικαστηρίου να λάβει αυτά υπόψη αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1673/80 ΝοΒ 29,1083). ΜΠρΚαλ 29/2001 Αρμ 2001,1546.
— Όταν η αναγκαστική εκτέλεση για την παράδοση ακινήτου γίνεται κατά προσώπου που νέμεται ή κατέχει το επίδικο στο όνομα του διαδίκου ή διαδόχου του, δυνάμει σχέσεως είτε εμπράγματης είτε ενοχικής, απαραίτητο στοιχείο της επιταγής για τον προσδιορισμό της απαιτήσεως αποτελεί και η μνεία θετικώς μόνο της σχέσεως με βάση την οποία αυτός νέμεται ή κατέχει το πράγμα στο όνομά του κατά τον εκτελεστό τίτλο υπόχρεου προς απόδοση. Για το ορισμένο της επιταγής δεν απαιτείται και η μνεία της ανυπαρξίας λόγων, που διαφορετικά θα απέκλειαν την εκτέλεση κατά του συγκεκριμένου νομέα ή κατόχου. ΑΠ 1768/2001 ΕλΔ 2002,1384.
— … εντεύθεν, η μνεία στην επιταγή κατά του νομέα ή κατόχου ότι είναι εικονική η μεταξύ αυτού και του εκ του εκτελεστού τίτλου υπόχρεου εμπορική μίσθωση, η οποία αν ήταν έγκυρη, θα εκώλυε την διά της αποδόσεως του μισθίου εκτέλεση του τίτλου κατά εκείνου (κατόχου), λόγω υπεισελεύσεως του υπερθεματιστή, μετά την κατακύρωση, στην εμπορική μισθωτική σχέση, δεν αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της επιταγής, αλλά καθ’ υποφοράν απόκρουση τυχόν λόγου ανακοπής περί ακυρότητας της επιταγής για την τελευταία αυτή αιτία. ΑΠ 1768/2001 ΕλΔ 2002,1384.
— … στην ανοιγόμενη δε με τέτοιο λόγο ανακοπής δίκη περί την εκτέλεση, ο δικαιούχος εκ του τίτλου επισπεύδων προβάλλει παραδεκτώς τον περί εικονικότητας της επικαλούμενης με την ανακοπή εμπορικής μισθώσεως ισχυρισμό, οπότε η εικονικότητα κρίνεται παρεμπιπτόντως κατά τα άρθρα 282 και 284 ΚΠολΔ. ΑΠ 1768/2001 ΕλΔ 2002,1384.
— Από τη διάταξη του άρθρου 993 παρ. 1 εδ. β~ και γ~ προκύπτει ότι αν ο ενυπόθηκος δανειστής ασκεί την εμπράγματη υποθηκική αγωγή και το ενυπόθηκο κτήμα ανήκει στην κυριότητα ή νομή τρίτου, μη ευθυνομένου ενοχικώς, ο δανειστής αυτός έχει την ευχέρεια να απευθύνει την εκτέλεση είτε κατά του ενοχικώς ευθυνομένου οφειλέτη είτε κατά του τρίτου κυρίου ή νομέα του ενυπόθηκου ακινήτου, σε κάθε δε περίπτωση, η επιταγή για εκτέλεση πρέπει να έχει κοινοποιηθεί και προς τον οφειλέτη και προς τον τρίτο. ΑΠ 1773/2001 ΕλΔ 2002,1385.
— Η κοινοποιηθείσα στον οφειλέτη και τον τρίτο επιταγή πρέπει να έχει το ίδιο περιεχόμενο ως προς το αντικείμενο της εκτελέσεως, χωρίς να είναι αναγκαίο η μια να είναι πιστό αντίγραφο της άλλης, ενώ εξάλλου κρίσιμη είναι η χρονολογία της επιδόσεως της επιταγής, που έγινε πριν από την κατάσχεση και επουσιώδης η σημειούμενη χρονολογία της ίδιας επιταγής. ΑΠ 1773/2001 ΕλΔ 2002,1385.
— Προσβάλλεται η επιταγή προς εκτέλεση (ΑΠ 1096/88 ΕλΔ 1990,70), ακόμη και αν, μετά την κοινοποίησή της, δεν έχουν επακολουθήσει άλλες πράξεις της κυρίας διαδικασίας της εκτελέσεως (ΕφΑθ 5040/87 ΕλΔ 1988,1679), όχι για λόγους, αναγόμενους σε τυπικές ακυρότητες της, λ.χ. διότι δεν στηρίζεται σε εκτελεστό τίτλο, αλλά και για κάθε λόγο αναφερόμενο σε τυπικά ή ουσιαστικά ελαττώματα του τίτλου (ΕφΘεσ 1955/89 Αρμ 1991,1235), που καθιστούν απαράδεκτη την εκτέλεσή του κατά του ανακόπτοντος. ΜΠρΚερκ 232/2001 Δ 2002,1170.
— … τέτοια, όμως, τυπική ακυρότητα ή τυπικό ή ουσιαστικό ελάττωμα της δικαστικής αποφάσεως, που αποτελεί τον εκτελεστό τίτλο, και να θεμελιώνει λόγο ανακοπής δεν αποτελεί το είδος αυτής ως κατ’ αντιμωλία ή κατ’ ερήμην εκδοθείσας και συγκεκριμένα το δεύτερο. Για την περίπτωση αυτή δίνονται στον ερημοδικασθέντα διάδικο τα τακτικά ένδικα μέσα της ανακοπής ερημοδικίας και της εφέσεως, το πρώτο βέβαια για την περίπτωση που η ερημοδικία εχώρησε ακύρως, ήτοι αν αυτός δεν κλητεύθηκε καθόλου ή κλητεύθηκε εκπρόθεσμα ή μη νόμιμα ή συντρέχει λόγος ανώτερης βίας (άρθρο 501 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο 9 παρ. 1 ν 2145/93). ΜΠρΚερκ 232/2001 Δ 2002,1170.
— Όπως συνάγεται από τις διατάξεις των άρθρων 40, 57 και 65 του νδ της 177/13.8.1923 «περί ειδικών διατάξεων επί ανωνύμων εταιριών», που διατηρήθηκαν σε ισχύ με τις διατάξεις του άρθρου 41 παρ. 1 ΕισΝΑΚ και του άρθρου 52 παρ. 2 του ΕισΝΚΠολΔ, αναγκαστική εκτέλεση μπορεί να γίνει με μόνη την επίδοση επιταγής προς πληρωμή, παρά την έλλειψη τίτλου, κατά το ως άνω άρθρο 904 ΚΠολΔ, εφόσον όμως πρόκειται για εκτέλεση, η οποία ενεργείται βάσει των διατάξεων του νομοθετικού διατάγματος τούτου (ΑΠ 96/96 ΕλΔ 37,615). ΕφΘρ 155/97 Αρμ 2001,74.