Γενικά

Τελευταία ενημέρωση την 13 Μαρ 2011 — 08:59

Μόνη  η άπρακτη πάροδος της κατά το αρ.632 παρ. 1 ΚΠολΔ δεκαπενθήμερης προθεσμίας για την άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής δεν αρκεί ούτε για την τροπή της προσημείωσης σε υποθήκη ούτε για να αρχίσει να τρέχει η κατά το αρ. 1323 αρ. 2 ΑΚ.

Προθεσμία των ενενήντα ημερών και να θεωρηθεί η προσημείωση ως αποσβεσθείσα. Μόνο μετά την επίδοση εκ νέου της διαταγής πληρωμής και την πάροδο άπρακτης της προθεσμίας  των 10 ημερών που προβλέπεται στο αρ. 633 παρ. 2 ΚΠολΔ χωρίς να ασκηθεί ανακοπή επέρχεται τελεσίδικη επιδίκαση της απαιτήσεως που επιδικάζεται με τη διαταγή πληρωμής.ΑΠ 1494/2003, Δ/νη 2004/419.

Διαταγή πληρωμής δεν μπορεί να εκδοθεί και η τυχόν εκδοθείσα είναι άκυρη, αν η επίδοση της πρέπει να γίνει σε πρόσωπα που διαμένουν στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής έννοια διαμονής του καθού η διαταγή πληρωμής ο οφειλέτης πρέπει να είναι εγκατεστημένος ( σωματικά παρών ) σε γνωστό τόπο της ελληνικής επικράτειας κατά τον χρόνο εκδόσεως της διαταγής πληρωμής μεταγενέστερα γεγονότα, που δεν μπορεί να γνωρίζει ο δικαστής που εκδίδει τη διαταγή πληρωμής, δεν επιδρούν στο κύρος της εκδοθείσης διαταγής πληρωμής, αλλά αυτή παραμένει  ανενεργής εωσότου ο καθού αποκτήσει εκ νέου γνωστή διαμονή στην ημεδαπή, δεδομένου ότι το άρθρο 624 παρ. 2 ΚΠολΔ εμπεριέχει και απαγόρευση της επιδόσεως της διαταγής πληρωμής σε πρόσωπο που διαμένει στην αλλοδαπή ή είναι άγνωστης διαμονής η προθεσμία των δύο μηνών, εντός της  οποίας πρέπει να επιδοθεί η διαταγή πληρωμής στον καθού κατά το άρθρ. 630Α΄ ΚΠολΔ, ισχύει και για τα πρόσωπα που κατά τον χρόνο εκδόσεως της διαταγής πληρωμής κατοικούσαν στην ημεδαπή, αλλά κατόπιν μετώκησαν στην αλλοδαπή.ΜονΠρΠατρ 905/2005, Αρμ., 2006, σελ. 434

Δεν θεωρείται “τρίτος κύριος” του ενυπόθηκου ακινήτου που υπόκειται στην εμπράγματη αγωγή του δανειστή με την αναγκαστική εκτέλεση επί του ενυπόθηκου κτήματος, ο κύριος του ακινήτου, στο οποίο έχει εγγραφεί  προσημείωση υποθήκης, αφού αυτός δεν είναι ο κύριος του ακινήτου που παραχώρησε προσημείωση για ξένο χρέος, ούτε καθολικός ή ειδικός διάδοχος του τρίτου κυρίου, ούτε νέμεται το ακίνητο με νόμιμο τίτλο κυριότητας μεταγραμμένο μετά την εγγραφή της προσημείωσης.

– Η ακύρωση του πλειστηριασμού και η αναδρομική άρση των συνεπειών του δεν  συνεπάγεται την αυτοδίκαιη περιέλευση του πλειστηριασθέντος πράγματος   στην καθής η εκτέλεση,  αλλά δημιουργεί ενοχική υποχρέωση της υπερθεματίστριας για απόδοση του πράγματος είτε στην κατάθεση, εφόσον έχει ακυρωθεί και η κατάσχεση, είτε στο μεσεγγυούχο.ΜΠρΜυτ 843/2005,ΝοΒ/53/2005 σελ. 2162Ø

Κήρυξη αλλοδαπής απόφασης ως εκτελεστής στην ημεδαπή κατά τη Σύμβαση των Βρυξελλών.

Προϋποθέσεις – κωλύμματα αναγνώρισης της αλλοδαπής απόφασης.(ΑΠ 1321/2004, Αρμ. 2005, σελ. 1620)Ø

ΑΝΑΚΟΠΗ (Εκτέλεση): Το δικαστήριο, στο οποίο εκκρεμεί η ανακοπή της ΚΠολΔ 933 είναι αρμόδιο να διατάξει την αναστολή ακόμη και αν δεν είναι αρμόδιο για την εκδίκαση της ανακοπής.

– Η απαίτηση της Τράπεζας δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη κατά την έννοια της ΚΠολΔ 916, εάν δεν έχει εκδοθεί σχετικά αναγνωριστική δικαστική απόφαση κατ’ επιταγή του άρθρου 30 του ν. 2789/2000 όπως αυτό τροποποιήθηκε με το άρθρο 42 του ν.2912/2001.Μ.Πρ.Πειρ. 2891/2003, ΝοΒ 52/2004, σελ 435)Ø

ΑΝΑΚΟΠΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ: Το δικαστήριο που δικάζει την ανακοπή, εάν από τα έγγραφα  που προσκομίστηκαν για την έκδοση της διαταγής δεν αποδεικνύεται η απαίτηση, δεν μπορεί να στηριχθεί σε άλλα στοιχεία διαφορετικά απ’ αυτά που προσκομίστηκαν στο δικαστή που εξέδωσε τη διαταγή, αλλά οφείλει να δεχθεί την ανακοπή και ν’ ακυρώσει τη διαταγή. Η απόφαση αυτή δεν παράγει δεδικασμένο ως προς την ουσιαστική αξίωση.

– Δικαιώματα του πληρώσαντος την επιταγή. Ποιος θεωρείται νόμιμος κομιστής επιταγής.

Για τη δημιουργία υποχρέωσης από επιταγή σε βάρος νομικού προσώπου πρέπει να προκύπτει έστω και ατελώς από το σώμα της επιταγής ότι η έκδοση ή η οπισθογράφηση αυτής γίνεται για λογαριασμό του νομικού προσώπου.(Εφ.Πειρ.526/2003, ΝοΒ52/2004, σελ. 814)Ø

ΑΝΑΚΟΠΗ ΔΙΑΤΑΓΗΣ ΠΛΗΡΩΜΗΣ: Οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής (ΚΠολΔ 632 επ.), σε συνδυασμό προς το αίτημα της ανακοπής προσδιορίζουν την έκταση της εκκρεμοδικίας και οριοθετούν δεσμευτικώς το αντικείμενο της δίκης επί της ανακοπής η ανακοπή αυτή αποτελεί ειδική μορφή της ανακοπής που ρυθμίζουν οι διατάξεις των ΚΠολΔ 583 επ. νέοι λόγοι ανακοπής δεν επιτρέπεται να προταθούν για πρώτη φορά από τον ανακόπτοντα στο Εφετείο, ακόμη και αν αυτοί αφορούν σε ισχυρισμούς που προβλέπουν οι ΚΠολΔ 269 και 527, δεδομένου ότι κατισχύει ως ειδική εν προκειμένω η ΚΠολΔ 585 § 2 εδ.β΄, που απαιτεί να προτείνονται οι νέοι λόγοι ανακοπής, με πρόσθετο δικόγραφο. Απόρριψη αναιρετικού λόγου από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ.(ΑΠ 50/2004, ΝοΒ 52/2004, σελ. 1369)Ø

ΚΑΤΑΔΟΛΙΕΥΣΗ ΔΑΝΕΙΣΤΩΝ: Συνέπεια της κατ’ ΑΚ 939 καταδολίευσης είναι η διάρρηξη της εκποιητικής  δικαιοπραξίας και δεν τίθεται θέμα συρρέουσας  αξίωσης αποζημίωσης κατ’ εφαρμογήν των άρθρων 914 επ. και 298 ΑΚ. Η επιδίωξη του δανειστή να ικανοποιηθεί με αναγκαστική εκτέλεση συνιστά άσκηση δικαιώματος και δεν συνιστά παράνομη πράξη, εκτός αν το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά (ΑΚ 281) ομοίως άσκηση δικαιώματος συνιστά  και η συμμετοχή σε πλειστηριασμό με την υποβολή  προσφοράς, εκτός αν η συμμετοχή αυτή παρακωλύει την πλειοδοσία με τρόπο που αντιβαίνει  στην καλή πίστη, οπότε  τίθεται θέμα κύρους της αναγκαστικής εκτέλεσης. Απόρριψη της έφεσης από τον ΑΠ, χωρίς παραπομπή στο Εφετείο, επειδή μετά την αναίρεση της εφετειακής απόφασης δεν υπάρχει δικονομικώς έδαφος για περαιτέρω εκδίκαση της υποθέσεως από το δικαστήριο της ουσίας (ΚΠολΔ 580 §§ 3 και 4).(ΑΠ 84/2004, ΝοΒ 52/2004, σελ 1387)Ø

ΠΑΡΑΓΡΑΦΗ: Σε κάθε περίπτωση (είτε ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής είτε, κατά μείζονα λόγο όταν απορριφθεί η ανακοπή και επικυρωθεί η διαταγή πληρωμής) κατά τη διάρκεια της δίκης επί της ανακοπής κατά τη διαταγής πληρωμής και έως την περάτωσή της με τελεσίδικη απόφαση, δεν κινείται η με την επίδοση της διαταγής διακοπείσα, κατά το άρθρο 634 § 1 ΚΠολΔ, παραγραφή ( ή αποσβεστική προθεσμία).(ΑΠ 46/2004, ΝοΒ 52/2004, σελ. 1368)Ø

ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ: Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για χρηματικό κατάλοιπο αλληλόχρεου λογαριασμού. Πως καλύπτεται στην περίπτωση του αλληλόχρεου η προϋπόθεση της απόδειξης με δημόσιο ή ιδιωτικό έγγραφο της ύπαρξης της χρηματικής απαίτησης καθώς και του οφειλόμενου ποσού. Το απόσπασμα που έχει εξαχθεί από τα εμπορικά βιβλία της Τράπεζας και στο οποίο έχει καταχωρηθεί ο λογαριασμός πρέπει να επισυνάπτεται στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής, εφόσον υπάρχει μεταξύ Τράπεζας και οφειλέτη συμφωνία με βάση την οποία καθορίζεται ως αποδεικτικό μέσο το απόσπασμα αυτό, απαγορεύεται  δηλαδή αυτό ως μέσο απόδειξης με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου. Επειδή όμως αποτελεί είδος αντιγράφου, για να έχει αποδεικτική δύναμη πρέπει να βεβαιώνεται η ακρίβειά του από αρμόδια αρχή ή από δικηγόρο και όχι από υπάλληλο ή υπαλλήλους της πιστώτριας Τράπεζας.(ΠΠρΑθ. 1029/2003, ΝοΒ 52/2004, σεl.1586Ø

ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ: Απαραίτητη προϋπόθεση για να εκδοθεί διαταγή πληρωμής για μια χρηματική απαίτηση είναι μεταξύ των άλλων προϋποθέσεων και η εξασφάλιση δυνατότητας  στον οφειλέτη ν’ ασκήσει ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής ενώπιον του αρμόδιου πολιτικού δικαστηρίου. Ο ΚΠολΔ περιορίζει την εξουσία του πολιτικού δικαστή να εκδίδει διαταγές πληρωμής σε εκείνες μόνο τις απαιτήσεις, με τις οποίες το αρμόδιο πολιτικό δικαστήριο θα είχε δικαιοδοσία να εξετάσει μετ΄ από ανακοπή την ουσία της διαφοράς. Τέτοια δυνατότητα δεν υπάρχει για απαιτήσεις από (γνήσια) διοικητική σύμβαση. Όταν φέρεται ενώπιον του αρμόδιου δικαστή αίτηση, για έκδοση διαταγής πληρωμής με βάση χρηματική απαίτηση, για την οποία δεν μπορεί για έλλειψη δικαιοδοσίας ή άλλο λόγο ν’ ασκηθεί ανακοπή ενώπιον του αρμόδιου υλικά πολιτικού δικαστηρίου, οφείλει κατ’ εφαρμογή της ΚΠολΔ. 628 περ. α΄ ν’ απορρίψει την αίτηση, επειδή δεν συντρέχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις για την έκδοση διαταγής πληρωμής.(ΜΠρΡοδ 1696/2004, ΝοΒ 53/2005, σελ 119)Ø

ΤΡΑΠΕΖΕΣ: Με τις διατάξεις για το απόρρητο των καταθέσεων σε ελληνικές τράπεζες δεν θεσπίζεται και το ακατάσχετο των αντίστοιχων προς τις εν λόγω καταθέσεις απαιτήσεων αντίθετη ερμηνεία θα προσέκρουε στο κατά το άρθρο 20 Σ δικαίωμα παροχής δικαστικής προστασίας στην οποίαν περιλαμβάνεται και η αναγκαστική εκτέλεση, τμήμα της οποίας είναι η κατάσχεση εις χείρας τρίτου (εν προκειμένω τράπεζας ως τρίτης). Τραπεζική εγγυητική επιστολή σε πρώτη ζήτηση δυνατότητα κατάσχεσης εις χείρας της τράπεζας ως τρίτης από τους δανειστές του δικαιούχου της εγγυητικής επιστολής.(ΑΠ 358/2004, ΝοΒ 53/2005, σελ. 476Ø

ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ (ΠολΔ): Υπό ποιες προϋποθέσεις η διαιτητική απόφαση αποτελεί δεδικασμένο. Στην περίπτωση στης § 2 της ΚΠολΔ 945, η απόφαση που εκδίδεται αποτελεί τίτλο εκτελεστό και για το ποσό της δαπάνης και εκτελείται σύμφωνα με τις διατάξεις για ικανοποίηση χρηματικών απαιτήσεων μετά την παρέλευση της προθεσμίας που ορίστηκε για την επιχείρηση της πράξης από τον οφειλέτη, η οποία αποδεικνύεται ημερολογιακά και χωρίς την τήρηση των διατυπώσεων της ΚΠολΔ. 915(Εφ Αθ. 978/2005, ΝοΒ 53/2005 , σελ. 1284)Ø

ΤΟΚΟΣ: Αν, σύμφωνα με την ΑΚ 1269, η υποθήκη γράφηκε για ποσό μεγαλύτερο του κεφαλαίου της ασφαλιζόμενης απαίτησης, ώστε να καλύπτονται και οι τόκοι αυτής, τότε οι τόκοι του άρθρου 1289 ΑΚ, δεν ασφαλίζονται με την υποθήκη στο μέτρο που αυτοί, προστιθέμενοι στο κεφάλαιο, υπερβαίνουν το όριο της προνομιακής ικανοποίησης του ενυπόθηκου δανειστή που έχει τεθεί με το κατά το άρθρο 1269 ΑΚ ποσό της υποθήκης. μόνο αν το κατ’ ΑΚ 1269 ποσό της υποθήκης καλύπτει το  κεφάλαιο και το κεφάλαιο αυτό έχει εγγραφεί ως τοκοφόρο και πέραν του ποσού της υποθήκης του άρθρου 1269, ασφαλίζονται με την υποθήκη και οι  πέραν του ποσού της υποθήκης τόκοι του άρθρου 1289 ΑΚ(ΑΠ 2/2005, ΝοΒ 53/2005, σελ. 1249)Ø

ΔΙΑΤΑΓΗ ΠΛΗΡΩΜΗΣ: Έλλειψη της προϋπόθεσης απόδειξης με έγγραφο απαίτησης για τόκους προς έκδοση διαταγής πληρωμής, επειδή η τελεσίδικη απόφαση, επί της οποίας στηρίχθηκε η έκδοση της διαταγής πληρωμής, δεν περιείχε και αναγνώριση οφειλής τόκων διαδικαστικό απαράδεκτο που έπρεπε να οδηγήσει σε αποδοχή της ανακοπής του οφειλέτη αναιρετικός λόγος από το άρθρο 559 αρ. 14 ΚΠολΔ .(ΑΠ 124/2005, ΝοΒ 53/2005, σελ. 1438)

– Στην προθεσμία των 15 εργασίμων ημερών, για την άσκηση ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής και των 12 εργασίμων ημερών για την άσκηση ανακοπής κατά πίνακα κατάταξης, δεν υπολογίζονται οι Κυριακές, οι λοιπές αργίες και τα Σάββατα, που μεσολαβούν (ΑΠ 1634/2002, ΑΠ 1179/2001) ΑΠ 695/2003 ΕλΔ 2004, 114.

– Οι δικονομικές συμβάσεις με τις οποίες συμφωνείται μεταξύ δανειστή και οφειλέτη, ότι αποκλείεται η αναγκαστική εκτέλεση, για την ικανοποίηση του δανειστή, γενικά ή για ορισμένες αξιώσεις του, δεν είναι ισχυρές. Το δικαίωμα του δανειστή, όταν υπάρχουν οι νόμιμες προϋποθέσεις της αναγκαστικής εκτελέσεως, να ζητήσει και επιτύχει, με τη βοήθεια των αρμοδίων οργάνων και σύμφωνα με την καθοριζόμενη διαδικασία, την ουσιαστική πραγματοποίηση της αξιώσεως του, είναι αναπαλλοτρίωτο. ΕφΘεσ 815/99 Αρμ 2000,677.

– … αντίθετα, είναι βασικά ισχυρές οι δικονομικές συμβάσεις, με τις οποίες συμφωνείται ο περιορισμός των δικαιωμάτων και εξουσιών του δανειστή, κατά την εκτελεστική διαδικασία, είτε χρονικά, όταν συμφωνείται ότι, η βάσει εκτελεστού τίτλου εκτελεστική διαδικασία θέλει ενεργηθεί μόνο μετά πάροδο ορισμένου χρόνου ή από την επέλευση γεγονότος ή από την πλήρωση ορισμένης αιρέσεως, είτε κατ’ αντικείμενο, όταν συμφωνείται ότι ο δανειστής δεν θα μπορεί να εκτελέσει σε ολόκληρη την περιουσία του οφειλέτη, παρά μόνο σε ορισμένα περιουσιακά του στοιχεία είτε, τέλος, κατ’ έκταση, όταν συμφωνείται ότι ο δανειστής μπορεί να χρησιμοποιήσει ορισμένες, εκ των αναγνωριζομένων στο νόμο, δυνατότητες εκτελέσεως. ΕφΘεσ 815/99 Αρμ 2000,677.

– … η δικονομική ενέργεια των τελευταίων αυτών δικονομικών συμβάσεων έγκειται στο ότι περιορίζεται το δικονομικό δικαίωμα του δανειστή για αναγκαστική εκτέλεση, χρονικά, κατ’ έκταση ή κατ’ αντικείμενο και παρέχεται στον οφειλέτη, σε περίπτωση αντισυμβατικής συμπεριφοράς του δανειστή, εκτός από την αγωγή για αποζημίωση, δικαίωμα να εναντιωθεί, με ανακοπή, κατά της επισπευδόμενης σε βάρος του εκτελέσεως (Π. Θεοδωρόπουλου, Πολ. Δικ., στο άρθρο 915, Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλεση, στο άρθρο 915 παρ. 1ν, σελ. 195-196, Γέσιου – Φαλτσή, Οι θεμελιωδείς δικονομικές αρχές της Αναγ. Εκτελ., Δ 1987,641 επ., Δεληκωστόπουλου, Οι δικονομικές συμβάσεις, παρ. 10, σελ. 111 επ., ΕφΚρ 143/91 ΕλΔ 33,1259, ΕφΑθ 4923/80 ΝοΒ 28,1571, ΕφΘεσ 738/77 Αρμ 1978,500). ΕφΘεσ 815/99 Αρμ 2000,677.

– … η δικονομική σύμβαση δεν είναι αναγκαίο να περιβληθεί κάποιον τύπο, αποδεικνυόμενη, σε περίπτωση αμφισβήτησής της, με κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο. ΕφΘεσ 815/99 Αρμ 2000,677.

– Η τελείωση της κατάσχεσης δεν σημαίνει και περαίωση της εκτέλεσης, η οποία συνεχίζεται με τη δήλωση του τρίτου και ακολούθως, είτε με την κατά το άρθρο 989 εκτέλεση της καταφατικής δήλωσης είτε με την κατά το άρθρο 986 ανακοπή κατά της δήλωσης του τρίτου και της αγωγής αποζημίωσης. Οι πράξεις αυτές συγκροτούν την όλη διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. ΕφΘεσ 842/98 Αρμ 2000,415.

– … η κατάσχεση αποτελεί απλώς μέσον, δια του οποίου η αναγκαστική εκτέλεση βαδίζει την πορεία της. Το πέρας της αναγκαστικής εκτέλεσης εξαρτάται από την περαιτέρω πορεία της διαδικασίας. Εάν π.χ. επακολουθήσει εκτέλεση της καταφατικής δήλωσης του τρίτου, ο πλειστηριασμός αποτελεί την τελευταία πράξη της εκτέλεσης (βλ. Ιωαν. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτέλεση, έκδ. 1992, τομ. 3ος, παρ. 441, σελ. 1233). ΕφΘεσ 842/98 Αρμ 2000,415.

— Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 25 παρ. 3 του Συντάγματος, 116 ΚΠολΔ και 281 ΑΚ, προκύπτει ότι η τελευταία διάταξη εφαρμόζεται επί παντός δικαιώματος που απορρέει από διατάξεις του δικονομικού δικαίου και μάλιστα επί αναγκαστικής εκτέλεσης, όταν αυτή επισπεύδεται κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη και τα χρηστά ήθη (ΑΠ Ολ 488/84 ΑρχΝ 35,360, ΑΠ 431/81 ΝοΒ 30,413). ΜΠρΚαβ 98/99 ΑρχΝ 2001,396.

-της καλής πίστεως και των χρηστών ηθών υφίσταται αντίθεση, προς τα διαγραφόμενα από τις παραπάνω διατάξεις, αντικειμενικά κριτήρια, τότε η άσκηση του δικαιώματος είναι καταχρηστική και με την προσβολή του σχετικού ισχυρισμού, μπορεί να οδηγήσει σε ακύρωση της εκτέλεσης (ΕφΑθ 6831/86 Δ 18,703). ΜΠρΚαβ 98/99 ΑρχΝ 2001,396.

— … ειδική εκδήλωση εφαρμογής των παραπάνω διατάξεων είναι η διάταξη της παρ. 2 του άρθρου 951, με την οποία επιβάλλεται περιορισμός, προς προστασία του οφειλέτη-καθού η κατάσχεση από τον κίνδυνο της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού πραγμάτων περισσοτέρων από όσα απαιτούνται για την ικανοποίηση των δανειστών και των εξόδων εκτέλεσης. ΜΠρΚαβ 98/99 ΑρχΝ 2001,396.

— Δεν αποκλείεται και η καταχρηστική άσκηση του δικαιώματος στη σφαίρα της αναγκαστικής εκτέλεσης, όπως όταν το δικαίωμα για την ικανοποίηση του οποίου επισπεύδεται η αναγκαστική εκτέλεση, έχει ήδη αποδυναμωθεί ή όταν η άσκησή του γίνεται κατά τρόπο αντίθετο προς την καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη και με προφανή υπέρβαση των ορίων που επιβάλλονται από τις εν λόγω αρχές (βλ. ΑΠ 347/96 Δ 38,84). ΜΠρΠειρ 3020/2002 Δ 2002,936.

-… όταν δε η καταχρηστική συμπεριφορά συνίσταται σε επιχείρηση πράξης εκτέλεσης κατά τρόπο αντίθετο προς το σκοπό της ή κατά τρόπο αντίθετο προς τα χρηστά ήθη ή την καλή πίστη, τότε η συμπεριφορά συνιστά παράβαση διατάξεων ρυθμιστικών της διαδικασίας των πράξεων εκτέλεσης, στην έννοια του άρθρου 159 ΚΠολΔ, και επιφέρει δικονομική ακυρότητα της πράξης σύμφωνα με την τελευταία αυτή διάταξη, παρέχοντας στον καθού η εκτέλεση τη δυνατότητα άσκησης ανακοπής του άρθρου 933 για την ακύρωση της πράξης, υπό τη συνδρομή του στοιχείου της βλάβης. ΜΠρΠειρ 3020/2002 Δ 2002,936.

— … ο λόγος αυτός θα συνιστά ελάττωμα της ανακοπτόμενης πράξης και θα υπόκειται στους κανόνες που αφορούν τις αντιρρήσεις κατά της πράξης αυτής, ενώ αν η καταχρηστική συμπεριφορά συνίσταται σε καταχρηστική άσκηση της ουσιαστικής αξίωσης, ως σχετικός λόγος ανακοπής αποτελεί ουσιαστικό ελάττωμα του εκτελεστού τίτλου (βλ. ΑΠ Ολ 888/84 ΝοΒ 33,61, ΑΠ 558/95 Δ 37,591) και πρέπει να προσβληθεί με την ανακοπή του άρθρου 933 ή και με δικόγραφο προσθέτων λόγων μέσα στην προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1 α (βλ. ΕφΑθ 459/93 ΝοΒ 42,206, ΕφΘ 74/90 Δ 31,1305). ΜΠρΠειρ 3020/2002 Δ 2002,936.

— Η ακύρωση της αναγκαστικής εκτελέσεως αφορά τη δημόσια τάξη αφού πλήττει πράξη των πολιτειακών οργάνων, τα οποία είναι, κατά το δικονομικό μας σύστημα, αρμόδια να προβούν στην πραγμάτωση του δικαιώματος. ΑΠ 16/2002 ΕΔΚΑ 2002,612.