Τελευταία ενημέρωση την 09 Νοέ 2013 — 12:03
Αριθμός απόφασης 83/2013
Αριθμός έκθεσης κατάθεσης ανακοπής 1648/208Π/14-07-2011
Αριθμός έκθεσης κατάθεσης πρόσθετων λόγων ανακοπής 2261/165Π/19-12-2012
ΤΟ ΠΟΛΥΜΕΛΕΣ ΠΡΩΤΟΔΙΚΕΙΟ ΧΑΛΚΙΔΙΚΗΣ
ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ
ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Μαρία Γιαννούλη, Πρόεδρο Πρωτοδι- κών,
Λεμονιά Τσαβίδη, Πρωτοδίκη-Εισηγήτρια, Μαρία Κορυφίδου, Πρωτοδίκη, και τη
Γραμματέα Αικατερίνη Μπανάβα. Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του, στις 23
Ιανουαρίου 2013, για να δικάσει την υπόθεση μεταξύ: ΤΩΝ ΑΝΑΚΟΠΤΟΝΤΩΝ-
ΚΑΤΑΘΕΣΑΝΤΩΝ ΤΟΥΣ ΠΡΟΣΘΕΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΝΑΚΟΠΗΣ […] οι οποίοι
παραστάθηκαν στο Δικαστήριο δια της πληρεξούσιας δικηγόρου τους Βασιλείας
Παπαδοπούλου του Δικηγορικού Συλλόγου Θεσσαλονίκης (ΑΜ 5461). ΤΗΣ ΚΑΘ’
ΗΣ Η ΑΝΑΚΟΠΗ-ΟΙ ΠΡΟΣΘΕΤΟΙ ΛΟΓΟΙ ΑΝΑΚΟΠΗΣ : Ανώνυμης Τραπεζικής
Εταιρίας με την επωνυμία «….», που εδρεύει στην Αθήνα και εκπροσωπείται νόμιμα,
η οποία παραστάθηκε στο Δικαστήριο δια του πληρεξούσιου δικηγόρου της Γεωργίου
Μανώλα του Δικηγορικού Συλλόγου Χαλκιδικής (ΑΜ 18).
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνει δεκτή η από 05-07-2011 ανακοπή τους, η
οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό έκθεσης κατάθεσης
1648/208Π/14-07-2011, προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 06-06-2012, οπότε και
αναβλήθηκε για τη δικάσιμο, που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Οι ανακόπτοντες ζητούν να γίνουν δεκτοί οι από 19-12-2012 πρόσθετοι λόγοι
ανακοπής τους, οι οποίοι κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης 2261/165Π/19-12-2012 και προσδιορίστηκαν για τη δικάσιμο,
που αναφέρεται στην αρχή της απόφασης.
Κατά τη δημόσια συζήτηση της υπόθεσης, κατά την εκφώνησή της από το
πινάκιο, παραστάθηκαν οι διάδικοι, όπως αναφέρεται παραπάνω και οι πληρεξούσιοι
δικηγόροι τους ζήτησαν να γίνουν δεκτά όσα αναφέρονται στα πρακτικά δημόσιας
συνεδρίασης και τις έγγραφες προτάσεις τους.
ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ
ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ
Νόμιμα φέρονται για συζήτηση : α) η από 05-07-2011 και με αριθμό έκθεσης
κατάθεσης 1648/208Π/14-07-2011 ανακοπή και β) οι από 19-12-2012 και με αριθμό
έκθεσης κατάθεσης 2261/165Π/19-12-2012 πρόσθετοι λόγοι ανακοπής, οι οποίοι
πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της συνάφειας που υπάρχει μεταξύ τους, καθώς έτσι
διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης, επέρχεται δε και μείωση των
εξόδων (άρθρα 31, 246 του ΚΠολΔ).
[…]
Κατά το άρθρο 2 § 6 του ν. 2251/1994 “περί προστασίας των καταναλωτών”,
όπως η αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρθρο 10 § 24 του ν.
2741/1992 και το εδ. α’ αυτής μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 2 § 2 του ν.
3587/2007, που έχει εφαρμογή στην προκείμενη περίπτωση, αφού η
καταχρηστικότητα ενός ΓΟΣ κρίνεται σύμφωνα με το δίκαιο που γίνεται η χρήση
αυτού (ΟλΑΠ 15/2007 ΔΕΕ 2007. 975), οι γενικοί όροι συναλλαγών (ΓΟΣ), που
έχουν διατυπωθεί εκ των προτέρων για απροσδιόριστο αριθμό μελλοντικών
συμβάσεων, απαγορεύονται και είναι άκυροι αν έχουν ως αποτέλεσμα τη διατάραξη
της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών σε βάρος του καταναλωτή, όπως είναι και ο πελάτης της τράπεζας, στον οποίο αυτή
χωρίς ουσιαστική διαπραγμάτευση, αλλά με βάση προδιατυπωμένους όρους, χορηγεί
καταναλωτικά ή στεγαστικά ή άλλης μορφής δάνεια. Ο καταχρηστικός χαρακτήρας
τέτοιου γενικού όρου κρίνεται, αφού ληφθούν υπόψη η φύση των αγαθών ή
υπηρεσιών, που αφορά η σύμβαση, ο σκοπός της, το σύνολο των ειδικών συνθηκών
κατά τη σύναψή της και όλες οι υπόλοιπες ρήτρες της σύμβασης ή άλλης σύμβασης
από την οποία εξαρτάται. Κατά δε την § 7 του ίδιου άρθρου, σε κάθε περίπτωση
καταχρηστικοί είναι ιδίως οι όροι που : α) παρέχουν στον προμηθευτή, χωρίς εύλογη
αιτία, υπερβολικά μεγάλη προθεσμία αποδοχής της πρότασης του καταναλωτή για
σύναψη σύμβασης, β) περιορίζουν τις ανειλημμένες συμβατικές υποχρεώσεις και
ευθύνες των προμηθευτών, γ) προβλέπουν προθεσμία καταγγελίας της σύμβασης
υπερβολικά σύντομη για τον καταναλωτή ή υπερβολικά μακρά για τον προμηθευτή,
δ) συνεπάγονται την παράταση ή ανανέωση της σύμβασης για χρονικό διάστημα
υπερβολικά μακρό, αν ο καταναλωτής δεν την καταγγείλει σε ορισμένο χρόνο, ε)
επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα μονομερούς τροποποίησης ή λύσης της
σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο, ο οποίος ν’ αναφέρεται στη
σύμβαση, στ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει σύμβαση αόριστης
διάρκειας χωρίς εύλογη προθεσμία, ζ) επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το δικαίωμα
να κρίνει μονομερώς αν η παροχή του είναι σύμφωνη με τη σύμβαση, η)
επιφυλάσσουν στον προμηθευτή το απεριόριστο δικαίωμα να ορίζει μονομερώς το
χρόνο εκπλήρωσης της παροχής του, θ) ορίζουν ότι η παροχή δεν είναι υποχρεωτικό
ν’ ανταποκρίνεται στις ουσιώδεις για τον καταναλωτή προδιαγραφές, στο δείγμα, στις
ανάγκες της ειδικής χρήσης, για την οποία την προορίζει ο καταναλωτής και την
οποία αποδέχεται ο προμηθευτής ή στο συνηθισμένο προορισμό της, ι) επιτρέπουν
στον προμηθευτή να μην εκτελέσει τις υποχρεώσεις του χωρίς σπουδαίο λόγο, ια)
χωρίς σπουδαίο λόγο αφήνουν το τίμημα αόριστο και δεν επιτρέπουν τον
προσδιορισμό του με κριτήρια ειδικά καθορισμένα και εύλογα για τον καταναλωτή,
ιβ) περιορίζουν την ευθύνη του προμηθευτή για κρυμμένα ελαττώματα του
πράγματος, ιγ) αποκλείουν ή περιορίζουν υπέρμετρα την ευθύνη του προμηθευτή, ιδ)
προβλέπουν τη μετακύλιση της ευθύνης του πωλητή ή του εισαγωγέα αποκλειστικά
στον παραγωγό του αγαθού ή σε άλλον, ιε) περιορίζουν την υποχρέωση του
προμηθευτή να τηρεί τις υποχρεώσεις που έχουν αναλάβει οι εντολοδόχοι του ή
εξαρτούν την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του από την τήρηση ειδικής τυπικής
διαδικασίας, ιστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή να καταγγείλει τη σύμβαση κατά την
κρίση του, αν η ίδια ευχέρεια δεν αναγνωρίζεται στον καταναλωτή ή να παρακρατεί
τα ποσά που έχουν καταβληθεί για παροχές που δεν έχουν ακόμη εκτελεστεί από
αυτόν, όταν τη σύμβαση καταγγέλλει ο ίδιος, ιζ) συνεπάγονται παραίτηση του
καταναλωτή από τα δικαιώματά του σε περίπτωση μη εκπλήρωσης ή πλημμελούς
εκπλήρωσης της παροχής του προμηθευτή, ακόμη και αν τον προμηθευτή βαρύνει
πταίσμα, ιη) εμποδίζουν τον καταναλωτή να υπαναχωρήσει από τη σύμβαση, όταν η
αύξηση του τιμήματος σύμφωνα με τους όρους της σύμβασης είναι υπερβολική γι’
αυτόν, ιθ) αποκλείουν ή περιορίζουν τη νόμιμη ευχέρεια του καταναλωτή να μην
εκτελέσει τη σύμβαση, κ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να επισχέσει εν όλω ή εν
μέρει την καταβολή του τιμήματος, όταν ο προμηθευτής δεν εκπληρώνει τις
υποχρεώσεις του, κα) επιβάλλουν στον καταναλωτή που πιστώθηκε με το τίμημα των
αγαθών ή υπηρεσιών να εκδώσει μεταχρονολογημένη επιταγή, κβ) συνεπάγονται
παραίτηση του καταναλωτή από τις ενστάσεις του κατά τρίτου που διαδέχεται τον
προμηθευτή στη σχέση με τον καταναλωτή, κγ) απαγορεύουν στον καταναλωτή να
προτείνει σε συμψηφισμό προς τις υποχρεώσεις του από τη σύμβαση ομοειδείς
απαιτήσεις του κατά του προμηθευτή, κδ) βεβαιώνουν ότι ο καταναλωτής γνωρίζει ορισμένους όρους της σύμβασης ή την κατάσταση των προμηθευόμενων πραγμάτων
ή την ποιότητα των υπηρεσιών, ενώ πραγματικά τα αγνοεί, κε) υποχρεώνουν τον
καταναλωτή να προκαταβάλει υπερβολικά μεγάλο μέρος του τιμήματος πριν αρχίσει
η εκτέλεση της σύμβασης από τον προμηθευτή, μολονότι ο προμηθευτής δεν ανέλαβε
την υποχρέωση να εκτελέσει παραγγελία του καταναλωτή με βάση συγκεκριμένες
προδιαγραφές ή χαρακτηριστικά ούτε η παροχή του προμηθευτή συνιστάται σε
υπηρεσίες με κράτηση, κστ) επιτρέπουν στον προμηθευτή ν’ απαιτήσει από τον
καταναλωτή υπέρμετρες εγγυήσεις, κζ) αναστρέφουν το βάρος της απόδειξης σε
βάρος του καταναλωτή ή περιορίζουν υπέρμετρα τ’ αποδεικτικά του μέσα, κη)
περιορίζουν υπέρμετρα την προθεσμία, μέσα στην οποία ο καταναλωτής οφείλει να
υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονα ή να εγείρει τις αξιώσεις του κατά του
προμηθευτή, κθ) αναθέτουν στον προμηθευτή χωρίς σπουδαίο λόγο την
αποκλειστικότητα της συντήρησης και των επισκευών του πράγματος και της
προμήθειας των ανταλλακτικών, λ) επιβάλλουν στον καταναλωτή, σε περίπτωση μη
εκπλήρωσης της παροχής του, υπέρμετρη οικονομική επιβάρυνση, λα) αποκλείουν
την υπαγωγή των διαφορών από σύμβαση στο φυσικό τους δικαστή με την πρόβλεψη
αποκλειστικής αλλοδαπής δικαιοδοσίας ή διαιτησίας και λβ) προβλέπουν την
καταβολή αποζημίωσης στον προμηθευτή, χωρίς αυτός να υποχρεούται να
επικαλεστεί και ν’ αποδείξει τη ζημία που υπέστη. Οι πιο πάνω αναφερόμενες
ενδεικτικά περιπτώσεις γενικών όρων θεωρούνται άνευ ετέρου από το νόμο ως
καταχρηστικοί, χωρίς να χρειάζεται ως προς αυτούς και η συνδρομή των
προϋποθέσεων της γενικής ρήτρας της § 6 του άρθρου 2 του ν. 2251/1994. Κατά την
έννοια των παραπάνω διατάξεων, οι οποίες ως προς τον έλεγχο των ΓΟΣ αποτελούν
εξειδίκευση του γενικού κανόνα του άρθρου 281 του ΑΚ με τ’ αναφερόμενα σ’ αυτές
κριτήρια, για την κρίση της ακυρότητας ή μη ως καταχρηστικών των όρων αυτών
λαμβάνεται υπόψη κατά κύριο λόγο το συμφέρον του καταναλωτή με συνεκτίμηση
όμως της φύσης των αγαθών ή υπηρεσιών, που αφορά η σχετική σύμβαση, καθώς και
του σκοπού της, πάντοτε δε στα πλαίσια επίτευξης σχετικής ισορροπίας των
δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων μερών. Ως μέτρο ελέγχου της
διατάραξης της ισορροπίας αυτής χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο, που
ισχύει για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Τα συμφέροντα, η διατάραξη της ισορροπίας
των οποίων σε βάρος του καταναλωτή μπορεί να χαρακτηρίσει έναν γενικό όρο
άκυρο ως καταχρηστικό, πρέπει να είναι ουσιώδη, η διατάραξη δε αυτή πρέπει να
είναι ιδιαίτερα σημαντική σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης. Προς τούτο
λαμβάνονται υπόψη τα συμφέροντα των συμβαλλόμενων στη συγκεκριμένη σύμβαση
μερών και εξετάζεται ποιο είναι το συμφέρον του προμηθευτή, για διατήρηση του
όρου που ελέγχεται και ποιο είναι εκείνο του καταναλωτή για κατάργησή του.
Δηλαδή ερευνάται ποιες συνέπειες θα έχει η διατήρηση ή κατάργηση του όρου για
κάθε πλευρά, πώς θα μπορούσε κάθε μέρος να εμποδίσει την επέλευση του κινδύνου,
που θέλει ν’ αποτρέψει ο συγκεκριμένος γενικός όρος και πώς μπορεί κάθε μέρος να
προστατευθεί από τις συνέπειες της επέλευσης του κινδύνου με δικές του ενέργειες.
Οι ΓΟΣ τέλος πρέπει, σύμφωνα με την αρχή της διαφάνειας, να παρουσιάζουν
τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των μερών κατά τρόπο ορισμένο, ορθό και σαφή.
Ο ν. 2251/1994 αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό δίκαιο της Οδηγίας 93/13 του
Συμβουλίου της ΕΟΚ «σχετικώς με τις καταχρηστικές ρήτρες συμβάσεων
συναπτομένων μετά των καταναλωτών» (ΑΠ 7/2011 ΝοΒ 2011. 562, ΑΠ 1001/2010
Ε ΕμπΔ 2010. 943, ΑΠ 2123/2009 ΔΕΕ 2010. 714, ΕφΠειρ 11/2011 ΔΕΕ 2011. 814,
ΕφΘεσ/κης 459/2011 ΕΕμπΔ 2011. 535, ΕφΑθ 2057/2010 ΔΕΕ 2011. 339, ΕφΘεσ/
κης 312/2010 Αρμεν 2011. 979, ΕφΘράκ 261/2009 Νόμος, ΕφΑθ 1558/2007 ΕλλΔνη
2007. 902, ΕφΑθ 776/2006 ΕλλΔνη 2006. 1499, ΠΠΑθ 7967/2008 Αρμεν 2009. 1892, ΠΠΘεσ/κης 31919/2007 Αρμεν 2008. 244, ΠΠΘεσ/κης 36104/2006 Αρμεν
2007. 570, ΠΠΘεσ/κης 12504/2006 Αρμεν 2006. 1041).
Περαιτέρω, σύμφωνα με το άρθρο 1 § 4 α’ του ν. 2251/1994, καταναλωτής
είναι κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο ή ενώσεις προσώπων χωρίς νομική
προσωπικότητα για το οποίο προορίζονται τα προϊόντα ή οι υπηρεσίες που
προσφέρονται στην αγορά και το οποίο κάνει χρήση τέτοιων προϊόντων ή υπηρεσιών,
εφόσον αποτελεί τον τελικό αποδέκτη τους.
Καταναλωτής είναι και: αα) κάθε αποδέκτης διαφημιστικού μηνύματος και
ββ) κάθε φυσικό ή νομικό πρόσωπο που εγγυάται υπέρ του καταναλωτή, εφόσον δεν
ενεργεί στο πλαίσιο της επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς του.
Αναγκαίες προϋποθέσεις, προκειμένου να θεωρηθεί ως καταναλωτής το πρόσωπο
που επιζητεί την προστασία του νόμου, είναι να πρόκειται για προϊόντα ή υπηρεσίες
που προσφέρονται στην αγορά και ο προμηθευόμενος τα προϊόντα ή τις υπηρεσίες να
είναι ο τελικός αποδέκτης τους. Καταναλωτής άλλωστε θεωρείται ο τελικός
οικονομικός αποδέκτης των ανωτέρω προϊόντων και υπηρεσιών που προσφέρονται
στην αγορά, ανεξαρτήτως αν αυτά (υπηρεσίες ή προϊόντα) προορίζονται για
προσωπική ή επαγγελματική χρήση και δεν αποβλέπουν στην ικανοποίηση μη
επαγγελματικών αναγκών, όπως απαιτούσε το προηγούμενο δίκαιο (άρθρο 2 § 1 του
ν. 1961/1991). Επομένως, οι διατάξεις του άρθρου 2 του ν. 2251/1994 εφαρμόζονται
ευθέως ή κατ’ αναλογία κατά τον έλεγχο των τραπεζικών ΓΟΣ και μάλιστα
ανεξάρτητα από το εάν ο πελάτης συναλλάσσεται με την Τράπεζα στο πλαίσιο της
επαγγελματικής ή και της εμπορικής του ιδιότητας, αρκεί να χαρακτηρίζεται η
συγκεκριμένη συναλλαγή από ανισομέρεια σε βάρος της διαπραγματευτικής δύναμης
του πελάτη της Τράπεζας (ΕφΠειρ 72/ 2011 ΔΕΕ 2011. 701, ΕφΑθ 730/2005 ΕΕμπΔ
2005. 741, οι οποίες έκριναν ότι καταναλωτής είναι ο τελικός αποδέκτης υπηρεσιών-
προϊόντων Τράπεζας, αδιαφόρως αν αυτά προορίζονται για προσωπική ή
επαγγελματική χρήση, παρέβαλε ΑΠ 1343/2012 Νόμος, ΑΠ 733/2011 ΕΕμπΔ 2011.
819, ΑΠ 16/2009 Νόμος, ΑΠ 989/2004 ΕΕμπΔ 2005. 517, ΕφΛάρ 133/2010 ΕΕμπΔ
2011. 145, ΕφΘεσ/κης 1215/2008 ΕΕμπΔ 2008. 1154, οι οποίες έκριναν ότι
υπάγονται στο ν. 2251/1994 οι ζημίες σε περιουσιακά αγαθά που προορίζονται για
επαγγελματική χρήση, αντίθετα ΑΠ 1738/2009 ΕφΑΔ 2010. 439, ΕφΑθ 3670/2012
ΔΕΕ 2012. 1039, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012. 676, Εφ Λάρ 806/2010 ΕΕμπΔ 2011.
461, ΕφΘεσ/κης 1429/2009 ΕΕμπΔ 2009. 1010, Εφ Θεσ/κης 317/2009 ΔΕΕ 2009.
819, ΠΠΑθ 7169/2010 ΝοΒ 2011. 351, ΠΠΙωανν 206/ 2010 ΕΕμπΔ 2011. 430, κατά
τις οποίες μόνον οι συμβάσεις που συνάπτονται για την κάλυψη ίδιων
καταναλωτικών αναγκών ενός ατόμου σε ιδιωτικό επίπεδο εμπίπτουν στις διατάξεις
που προστατεύουν τον καταναλωτή ως θεωρούμενο οικονομικώς ασθενέστερο μέρος,
ενώ εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι η ΑΠ 1332/2012 Νόμος παρέπεμψε στην τακτική
Ολομέλεια του Άρειου Πάγου τα εξής νομικά ζητήματα : α) αν οι δανειολήπτες, οι
οποίοι συμβλήθηκαν με σκοπό την εξυπηρέτηση επαγγελματικών ή επιχειρηματικών
τους δραστηριοτήτων, έχουν την ιδιότητα των καταναλωτών και β) αν τα πρόσωπα
που εγγυήθηκαν και ιδίως τα πρόσωπα που εγγυήθηκαν ως αυτοφειλέτες
(παραιτηθέντες των οικείων ενστάσεων) υπέρ τέτοιων δανειοληπτών, όταν τα ίδια δεν
ενεργούν στο πλαίσιο επαγγελματικής ή επιχειρηματικής δραστηριότητάς τους, έχουν
αυτή την ιδιότητα, απόφαση δε επ’ αυτής δεν έχει ακόμα εκδοθεί). Η προστασία του
καταναλωτή του ν. 2251/1994 επεκτείνεται και στον εγγυητή είτε όταν η κύρια
οφειλή υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του νόμου αυτού είτε όταν ο εγγυητής
θεωρείται τελικός αποδέκτης παρέχοντας εγγύηση στα πλαίσια μη επαγγελματικής
του δραστηριότητας για εξυπηρέτηση όχι δικών του συμφερόντων, αλλά για την
εξασφάλιση της οφειλής εμπόρου (ΕφΠειρ 52/2011 Αρμεν 2012. 1711). Καταναλωτής θεωρείται και ο εγγυητής σε σύμβαση με την οποία χορηγείται
πίστωση σε έμπορο από Τράπεζα για να καλύψει τις χρηματικές ανάγκες του ως
τελικός αποδέκτης υπηρεσιών για να τις καταναλώσει και όχι να τις προσφέρει
περαιτέρω με αντάλλαγμα και όταν συνάπτει συναλλαγές που είναι βοηθητικές για τη
συγκεκριμένη εμπορική του δραστηριότητα (ΕφΘεσ/κης 459/2011 ΕΕμπΔ 2011. 535,
ΕφΘεσ/κης 2788/2009 ΕΕμπΔ 2010. 196). Άλλωστε, ο έλεγχος που επιβάλλει ο
νόμος 2251/ 1994 έχει σκοπό την προστασία του καταναλωτή, ως τέτοιου νοουμένου
όχι μόνο του πελάτη της Τράπεζας, ο οποίος είναι ο πιστολήπτης, αλλά και του
εγγυητή του, ο οποίος δεν είναι πελάτης και συνεπώς αποδέκτης των υπηρεσιών της
Τράπεζας, διότι, ενόψει της φύσης της εγγύησης ως παρεπόμενης της πίστωσης
σύμβασης και της άρνησης των Τραπεζών να καταρτίσουν τη σύμβαση παροχής
πίστωσης αν η εγγύηση δεν προσλάβει το περιεχόμενο που αυτές προτείνουν,
καθίσταται αντιφατικό να μην έχει και ο εγγυητής την ιδιότητα του καταναλωτή
(ΕφΑθ 5253/2003 ΕΕμπΔ 2003. 643, ΠΠΘεσ/κης 31919/2007 Αρμεν 2008. 244,
αντίθετα ΑΠ 904/2011 Αρμεν 2012. 1708, ΕφΑθ 3670/2012 ό. π., ΕφΑθ 3984/2011
ΔΕΕ 2011. 1276, ΕφΘεσ/κης 492/2010 ΕΕμπΔ 2011. 81, ΕφΛάρ 114/2007 Νόμος,
ΕφΠειρ 91/2002 Ε ΕμπΔ 2002. 778, κατά τις οποίες ο συμβαλλόμενος στη σύμβαση
εγγύησης δεν είναι αποδέκτης των προσφερομένων από την Τράπεζα υπηρεσιών και
συνεπώς δεν είναι καταναλωτής).
Στην προκείμενη περίπτωση, με τους 2ο, 4ο, 5ο και 6ο λόγους του
δικογράφου της ανακοπής και με τους 2ο, 3ο και 4ο λόγους του δικογράφου των
πρόσθετων λόγων, μετά τη δέουσα εκτίμησή τους από το Δικαστήριο, οι
ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη,
διότι εκδόθηκε με βάση άκυρη σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο)
λογαριασμό με προδιατυπωμένους όρους, στις οποίες αναγκάστηκε να προσχωρήσει
η 1η αυτών (πιστούχος), αν και περιείχε όρους καταχρηστικούς και συνεπώς
άκυρους, που τη δέσμευαν υπέρμετρα ως ΓΟΣ κατά παράβαση του ν. 2251/1994
«περί προστασίας των καταναλωτών», καθόσον προέβλεπαν, όπως κατά λέξη
αναγράφονται στο δικόγραφο, τα κατωτέρω δικαιώματα της καθ’ ης, η δε ανωτέρω
πιστούχος αγνοούσε ανυπαιτίως τους όρους αυτούς, ενώ η καθ’ ης δεν της υπέδειξε
την ύπαρξή τους κατά παράβαση του ίδιου ως άνω νόμου (ν. 2251/1994),
επιδιώκοντας ν’ απολαύσει περιουσιακά ωφελήματα δυσανάλογα με την παροχή της.
Ειδικότερα, με το 2ο λόγο του δικογράφου της ανακοπής οι ανακόπτοντες
ισχυρίζονται ότι η σύμβαση παροχής πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο)
λογαριασμό, με βάση την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, είναι
άκυρη, διότι προβλέπει το δικαίωμα της καθ’ ης μονομερώς: α) να κλείνει ή ν’
αναστέλλει τη χρήση της χορηγηθείσας πίστωσης ή και να περιορίζει για
οποιοδήποτε λόγο και σε κάθε χρονική στιγμή την πίστωση και πριν ακόμα από κάθε
χρήση αυτής, χωρίς οποιαδήποτε ενημέρωση του πιστούχου (άρθρα 11 της επίδικης
σύμβασης και 7.1 της με αριθμό 257/13-06-2006 πρόσθετης πράξης αυτής), β) να
κλείνει οριστικά ελεύθερα και οποτεδήποτε την πίστωση σύμφωνα με τα οριζόμενα
στη σύμβαση αλλά και στο νόμο, σε περίπτωση δε που το χρεωστικό υπόλοιπο του
λογαριασμού, στο οποίο περιλαμβάνονται τόκοι, τόκοι λόγω ανατοκισμού και έξοδα,
υπερβεί το σε ευρώ όριο της πίστωσης, ο πιστούχος είναι υποχρεωμένος να
καταβάλει αμέσως το ποσό της υπέρβασης, άλλως η Τράπεζα δικαιούται κατά την
κρίση της να κλείσει οριστικώς την πίστωση (άρθρο 4.2 της ίδιας ως άνω πρόσθετης
πράξης), γ) να μεταβάλλει οποτεδήποτε το ποσοστιαίο περιθώριο, που αποτελεί μαζί
με το ελάχιστο επιτόκιο χορηγήσεων το τελικό επιτόκιο της πίστωσης, με έγγραφη
συστημένη ειδοποίηση προς τον πιστούχο, η δε άσκηση του ανωτέρω δικαιώματος
της Τράπεζας να μην μπορεί να χαρακτηριστεί καταχρηστική, ενώ η μεταβολή του περιθωρίου θα ισχύει από την ανωτέρω γνωστοποίηση στον πιστούχο (άρθρα 2 της
επίδικης σύμβασης και 2.2 της ίδιας πρόσθετης πράξης), δ) να γνωστοποιεί στον
πιστούχο κατά το ανά τρίμηνο περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού της πίστωσης το
κατάλοιπο που προκύπτει, αν δε μέσα στον επόμενο μήνα από τη λήξη κάθε τριμήνου
ο πιστούχος δε γνωστοποιήσει στην Τράπεζα τυχόν παρατηρήσεις ή διαφωνίες ως
προς το κατάλοιπο τότε λογίζεται ότι εγκρίνει και αναγνωρίζει ανεπιφύλακτα αυτό
(άρθρο 6.2 της ίδιας ως άνω πρόσθετης πράξης), ε) να εκτοκίζει το λογαριασμό με
βάση έτος τριακοσίων εξήντα (360) ημερών και όχι τριακοσίων εξήντα πέντε (365)
ημερών (άρθρα 3 της επίδικης σύμβασης και 2.1 της ίδιας ως άνω πρόσθετης
πράξης), με συνέπεια ο εκτοκισμός αυτός να προσκρούει στην αρχή της διαφάνειας, ο
δε καταναλωτής να μην πληροφορείται το πραγματικό ετήσιο επιτόκιο και να
επιβαρύνεται για κάθε ημέρα με 1,3889% περισσότερο τόκους, και στ) να εκτοκίζει
τους τόκους ανά τρίμηνο με περιοδικό κλείσιμο του λογαριασμού, τους οποίους,
αλλά και τα έξοδα του λογαριασμού, σε περίπτωση μη καταβολής τους από τον
πιστούχο, να κεφαλαιοποιεί και ν’ ανατοκίζει αυτοδίκαια και χωρίς ειδοποίηση του
τελευταίου με επιτόκιο υπερημερίας 2,5% εκατοστιαίες μονάδες σε σχέση με το
εκάστοτε βασικό επιτόκιο των Τραπεζών (άρθρα 2.4 και 6.1 της ίδιας πρόσθετης
πράξης). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανωτέρω λόγος ανακοπής όσον αφορά την
αιτίαση ε’ ενισχύεται και καθίσταται ορισμένος από τον 4ο λόγο του δικογράφου των
πρόσθετων λόγων, κατά τον οποίο, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, η καθ’
ης, εφαρμόζοντας τον ανωτέρω καταχρηστικό όρο, καταλόγισε σε βάρος τους
ειδικότερα αναφερόμενους υπέρμετρους και παράνομους τόκους.
Περαιτέρω, με τον 4ο λόγο του δικογράφου της ανακοπής οι ανακόπτοντες
ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, διότι η σύμβαση
παροχής πίστωσης, με βάση την οποία εκδόθηκε, περιέχει τον καταχρηστικό και
συνεπώς άκυρο όρο ότι ο τηρηθείς λογαριασμός χρεώνεται με τις προμήθειες της
Τράπεζας κατά παράβαση της διάταξης του άρθρου 1 της με αριθμό 1969/1991
ΠΔΤΕ και της απόφασης της ΕΝΠΘ ΤΕ 524/1993 (άρθρα 2 και 23 της επίδικης
σύμβασης), ο δε τηρηθείς λογαριασμός χρεώθηκε με τα ιστορούμενα κονδύλια
προμηθειών της Τράπεζας.
Με τον 5ο λόγο του δικογράφου της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται
ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, διότι η σύμβαση παροχής
πίστωσης περιέχει τον καταχρηστικό και συνεπώς άκυρο όρο ότι η καθ’ ης έχει το
δικαίωμα να καθορίζει μονομερώς το ποσοστό του συμβατικού επιτοκίου μόνο για
εύλογη αιτία και με βάση τους ειδικότερα αναφερόμενους αντικειμενικούς
οικονομικούς και τραπεζικούς παράγοντες ή λαμβάνοντας υπόψη τα οικονομικά
στοιχεία του πιστούχου, την αποδοτικότητα της συνεργασίας τους και το σύνολο των
ληφθεισών εξασφαλίσεων, τη δε μεταβολή του επιτοκίου θα γνωστοποιεί στον
πιστούχο, ο οποίος έχει το δικαίωμα να μη την αποδεχθεί, οπότε θα πρέπει να ζητήσει
εγγράφως το κλείσιμο του λογαριασμού, αν όμως μέσα στον επόμενο μήνα από τη
γνωστοποίηση αυτή ο πιστούχος δεν κλείσει το λογαριασμό τότε τεκμαίρεται
αμάχητα ότι αποδέχεται το νέο επιτόκιο (άρθρα 2 της σύμβασης και 2.2 της ανωτέρω
πρόσθετης πράξης). Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο ανωτέρω λόγος ανακοπής
ενισχύεται και καθίσταται ορισμένος από τον 3ο λόγο του δικογράφου των
πρόσθετων λόγων, κατά τον οποίο, κατά τους ισχυρισμούς των ανακοπτόντων, η καθ’
ης, εφαρμόζοντας τον ανωτέρω καταχρηστικό όρο, καταλόγισε σε βάρος τους
ειδικότερα αναφερόμενους υπέρμετρους και παράνομους τόκους.
Με τον 6ο λόγο του δικογράφου της ανακοπής οι ανακόπτοντες ισχυρίζονται
ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη, διότι η σύμβαση παροχής
πίστωσης, με βάση την οποία εκδόθηκε, περιέχει τον προδιατυπωμένο καταχρηστικό και συνεπώς άκυρο όρο ότι οι εγγυητές παραιτούνται από τα ευεργετήματα των
άρθρων 862-864 και 866-868 του Α. Κ. (άρθρα 25 της σύμβασης και 20 της ανωτέρω
πρόσθετης πράξης), στη δε σύμβαση αυτή αναγκάστηκαν να προσχωρήσουν οι 2ος,
3η και 4ος αυτών, αν και περιείχε τον ανωτέρω όρο, που τους δέσμευε υπέρμετρα ως
ΓΟΣ, ενώ η καθ’ ης δεν τους υπέδειξε την ύπαρξή του κατά παράβαση του ν.
2251/1994, επιδιώκοντας ν’ απολαύσει περιουσιακά ωφελήματα δυσανάλογα με την
παροχή της.
Τέλος, με το 2ο λόγο του δικογράφου των πρόσθετων λόγων της ανακοπής οι
ανακόπτοντες ισχυρίζονται ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι άκυρη,
διότι η σύμβαση παροχής πίστωσης, με βάση την οποία εκδόθηκε, περιέχει τον
καταχρηστικό και συνεπώς άκυρο όρο ότι τ’ αποσπάσματα των βιβλίων της Τράπεζας
αποτελούν πλήρη απόδειξη της απαίτησής της από το τυχόν οριστικό κλείσιμο της
πίστωσης (άρθρα 20 της σύμβασης και 10 της ανωτέρω πρόσθετης πράξης).
Οι ανωτέρω 2ος, 4ος, 5ος και 6ος λόγοι της ανακοπής και οι 2ος, 3ος και 4ος
λόγοι του δικογράφου των πρόσθετων λόγων, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη
νομική σκέψη που προηγήθηκε και κατά την άποψη που το Δικαστήριο αυτό θεωρεί
ορθότερη, είναι ουσία βάσιμοι, καθόσον συντρέχει στην προκείμενη περίπτωση το
αναγκαίο στοιχείο, ώστε να εμπίπτει η 1η ανακόπτουσα-πιστούχος, αλλά και λοιποί
ανακόπτοντες (2ος, 3η και 4ος)-εγγυητές, στην έννοια του καταναλωτή και επομένως
στο προστατευτικό πεδίο του ν. 2251/1994. Ειδικότερα, από τα έγγραφα της
δικογραφίας αποδεικνύονται τ’ ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με τη με αριθμό
257/18-04-2001 σύμβαση πίστωσης με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, με βάση
την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, που κατάρτισε η 1η των
ανακοπτόντων (πιστούχος) με την ειδική δικαιοπάροχο της καθ’ ης ανώνυμη
τραπεζική εταιρία με την επωνυμία «……», χορηγήθηκε σ’ αυτή πίστωση μέχρι
9.000.000 δραχμών, η οποία με τις πρόσθετες πράξεις της σύμβασης ανήλθε
διαδοχικά μέχρι το ποσό του 1.000.000 ευρώ. Την πίστωση αυτή έλαβε η εν λόγω
δανειολήπτης για τη διεξαγωγή των εμπορικών εργασιών της, ήτοι για τη λειτουργία
της επιχείρησης εμπορίας ειδών εξοχής και οικιακών επίπλων κλπ και νυφικών και
βαπτιστικών, που διατηρεί στα Νέα Μουδανιά της Χαλκιδικής. Επομένως, κατά την
άποψη που το Δικαστήριο αυτό θεωρεί ορθότερη, η 1η ανακόπτουσα, αν και
συμβλήθηκε με σκοπό την εξυπηρέτηση των επαγγελματικών δραστηριοτήτων της,
έχει την ιδιότητα του καταναλωτή. Οι λοιποί ανακόπτοντες (2ος, 3η και 4ος),
συγγενείς μεταξύ τους και δη τέκνα και σύζυγος της 1ης ανακόπτουσας, όπως
προκύπτει από τ’ αναφερόμενα στη σύμβαση και το δικόγραφο της ανακοπής
στοιχεία της ταυτότητάς τους, συμβλήθηκαν εγγράφως ως εγγυητές στην ανωτέρω
σύμβαση, ευθυνόμενοι σε ολόκληρο με την πιστούχο ως αυτοφειλέτες για την
εμπρόθεσμη και ολοκληρωτική εξόφληση κάθε χρεωστικού υπολοίπου που θα
προέκυπτε κατά το κλείσιμο του τηρούμενου προς εξυπηρέτηση της πίστωσης
αλληλόχρεου λογαριασμού, αναλαμβάνοντας έτσι την ευθύνη έναντι της Τράπεζας
ότι θα καταβληθεί το χρέος της πρωτοφειλέτιδος σε όποια έκταση κυμανθεί. Οι
ανακόπτοντες αυτοί (2ος, 3η και 4ος) συμβλήθηκαν ως εγγυητές όχι στα πλαίσια
άσκησης κάποιας εμπορικής δραστηριότητας, αλλά υπό την ατομική τους ιδιότητα,
χωρίς να εξυπηρετούν καθ’ οιονδήποτε τρόπο δικά τους οικονομικά συμφέροντα.
Επομένως, κατά την άποψη που το Δικαστήριο αυτό θεωρεί ορθότερη, οι ανωτέρω
ανακόπτοντες, οι οποίοι εγγυήθηκαν ως αυτοφειλέτες υπέρ της 1ης αυτών, χωρίς να
ενεργούν στο πλαίσιο δικής τους επαγγελματικής δραστηριότητας, έχουν την ιδιότητα
του καταναλωτή.
Άλλωστε, στην προκείμενη περίπτωση, συντρέχει και η διαπραγματευτική
υπεροχή της καθ’ ης-Τράπεζας έναντι της μειονεκτικής θέσης των ανακοπτόντων (τελικών αποδεκτών των υπηρεσιών της Τράπεζας). Ειδικότερα, η 1η ανακόπτουσα,
η επιχείρηση της οποίας έχει περιορισμένη οργάνωση, υποδομή και οικονομική
οντότητα, δεν διέθετε τη διαπραγματευτική και οικονομική ισχύ, αλλά και τη γνώση
να διαπραγματευτεί με την εξειδικευμένη στις τραπεζικές εργασίες και διαθέτουσα
μεγάλη και οργανωμένη επιχείρηση Τράπεζα, τους γενικούς και ειδικούς όρους της
σύμβασης πίστωσης, μεταξύ των οποίων και οι ανωτέρω προσβαλλόμενοι.
Πράγματι, η 1η ανακόπτουσα, κατά τη σύναψη της σύμβασης πίστωσης με
την ειδική δικαιοπάροχο της καθ’ ης «…..», την οποία σύναψε προς αναγκαία
υποστήριξη των επαγγελματικών της δραστηριοτήτων, προσχώρησε απολύτως, χωρίς
καμία διαπραγμάτευση ή έκφραση επιφύλαξης, σε όλους τους προδιατυπωμένους
έντυπους κανόνες της Τράπεζας. Εξάλλου, η τελευταία με τη μεγάλη και οργανωμένη
επιχείρησή της και την υπέρμετρη οικονομική της ισχύ, καθώς και την εξειδικευμένη
γνώση της στις τραπεζικές εργασίες, διέθετε διαπραγματευτική υπεροπλία και εν
γένει υπερτερούσε, πόσο μάλλον που στην ελληνική αγορά τα τραπεζικά ιδρύματα
χρησιμοποιούσαν (και χρησιμοποιούν) τους ίδιους τραπεζικούς όρους και ρήτρες,
γεγονός που απέκλειε στην 1η ανακόπτουσα τη δυνατότητα επιλογής άλλης
Τράπεζας. Υπό τις ειδικές αυτές συνθήκες και τη στάθμιση των συγκεκριμένων
στοιχείων η επίδικη σύμβαση πίστωσης θεωρείται καταναλωτική και οι
ανακόπτοντες, ως τελικοί αποδέκτες-λήπτες των υπηρεσιών της καθ’ ης, εμπίπτουν
στην έννοια του προστατευόμενου από το ν. 2251/1994 καταναλωτή. Οι ανωτέρω
εκτιθέμενοι όροι της επίδικης σύμβασης επιφέρουν σημαντική και ουσιώδη
διατάραξη της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλόμενων
μερών σε βάρος των ανακοπτόντων, με αποτέλεσμα να δημιουργείται αδιαφάνεια, μη
συγκρισιμότητα με αντίστοιχες παροχές άλλων Τραπεζών και μη ομαλή λειτουργία
του ανταγωνισμού σε βάρος των καταναλωτών. Επομένως, οι ανωτέρω όροι της
σύμβασης είναι καταχρηστικοί και άκυροι, αντικείμενοι στη γενική ρήτρα της § 6 του
άρθρου 2 του ν. 2251/1994, αλλά και στις κατά την § 7 του ίδιου άρθρου εξής
καθοδηγητικές αρχές : α) της απαγόρευσης της μονομερούς τροποποίησης ή λύσης
της σύμβασης χωρίς ορισμένο, ειδικό και σπουδαίο λόγο (2ος λόγος α’ και β’), β) της
απαγόρευσης της χωρίς σπουδαίο λόγο ανάθεσης του προσδιορισμού της παροχής
στην απόλυτη κρίση του προμηθευτή (2ος λόγος γ’, ε’, στ’, 4ος λόγος και 5ος λόγος
του δικογράφου της ανακοπής και 3ος λόγος του δικογράφου των πρόσθετων λόγων),
και γ) της απαγόρευσης του υπέρμετρου περιορισμού της προθεσμίας, μέσα στην
οποία ο καταναλωτής οφείλει να υποβάλει στον προμηθευτή τα παράπονά του ή τις
διαφωνίες του ως προς το κατάλοιπο του λογαριασμού (2ος λόγος δ’). Κατ’
ακολουθία των ανωτέρω, οι σχετικοί λόγοι της ανακοπής πρέπει να γίνουν δεκτοί ως
ουσία βάσιμοι και ως εκ τούτου η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να γίνει δεκτή και ως
προς τους 3ο, 4η και 5ο των ανακοπτόντων και ν’ ακυρωθεί η προσβαλλόμενη
διαταγή πληρωμής, παρέλκει δε η εξέταση του 3ου λόγου του δικογράφου της
ανακοπής και του 1ου λόγου του δικογράφου των πρόσθετων λόγων αυτής.
Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων πρέπει να συμψηφισθούν μεταξύ
τους, λόγω της ιδιαίτερης δυσχέρειας στην ερμηνεία των κανόνων δικαίου που
εφαρμόστηκαν (άρθρο 179 του ΚΠολΔ) και ιδίως στη διακύμανση της νομολογίας
όσον αφορά τον καθορισμό της ιδιότητας του καταναλωτή.
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων : α) την από 05-07-2011 και με
αριθμό έκθεσης κατάθεσης 1648/208Π/14-07-2011 ανακοπή και β) τους από 19-12-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης 2261/165Π/19-12-2012 πρόσθετους λόγους
ανακοπής.
ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη σωρευόμενη ανακοπή κατά της από 16-06-2011 επιταγής προς
πληρωμή που γράφτηκε κάτω από το αντίγραφο του απογράφου της με αριθμό
204/2011 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου
Χαλκιδικής.
ΔΙΚΑΖΕΙ επί της σωρευόμενης ανακοπής κατά της με αριθμό 204/2011 διαταγής
πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Χαλκιδικής.
ΔΕΧΕΤΑΙ αυτή και ΑΚΥΡΩΝΕΙ την ίδια ως άνω διαταγή πληρωμής.
ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων.
Κρίθηκε και αποφασίσθηκε, στον Πολύγυρο, στις 12 Σεπτεμβρίου 2013.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πολύγυρο
στις 22 Οκτωβρίου 2013, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων
δικηγόρων τους, με την ακόλουθη σύνθεση: Ελένη Παρπούλα, Πρόεδρο
Πρωτοδικών, Λεμονιά Τσαβίδη και Μαρία Κορυφίδου, Πρωτοδίκες, λόγω
προαγωγής της Προέδρου Πρωτοδικών Μαρίας Γιαννούλη σε Εφέτη.
Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ