Τελευταία ενημέρωση την 01 Αυγ 2012 — 15:46
Γράφει ο Χρήστος Ηλ. Τσίχλης, Δικηγόρος Αθηνών
Η μήνυση απευθύνεται στον αρμόδιο εισαγγελέα, γίνεται προκειμένου να καταγγείλουμε μία εγκληματική πράξη, που έγινε εις βάρος μας π.χ εξύβριση, απειλή, σωματική βλάβη κλπ. ή και εις βάρος άλλων.Σε κάποιες περιπτώσεις μάλιστα, η μήνυση πρέπει να υποβληθεί μέσα σε αποκλειστική προθεσμία 3 μηνών, άλλως χάνεται το δικαίωμα.
Σκοπός της μήνυσης είναι να τιμωρηθεί ο δράστης μίας άδικης πράξης, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον Ποινικό Κώδικα και όχι η οικονομική αποκατάσταση του θύματος.
Με τη μήνυση ζητάς την τιμωρία του δράστη (φυλάκιση, χρημ. ποινή κλπ). Με την αγωγή του ζητάς χρήματα. Συμβαίνει όμως η ίδια πράξη που είναι ποινικό αδίκημα, να δημιουργεί ταυτόχρονα και υποχρέωση αποζημίωσης για τον υπαίτιο. Έτσι εξηγείται το φαινόμενο, σε αρκετές υποθέσεις, να κατατίθεται και μήνυση και αγωγή κατά κάποιου προσώπου. Μήνυση για να καταδικαστεί, αγωγή για να αποζημιώσει αυτόν που έβλαψε παρανόμως.
Το τρίμηνο δεν ισχύει γενικά. Ισχύει κατ εξαίρεση για συγκεκριμένα αδικήματα που διώκονται ΜΟΝΟ κατ έγκληση, δηλ. μόνο εφόσον το ζητήσει ο ίδιος ο παθών. Αυτά τα ορίζει ο νόμος. Εξαρτάται για ποιο αδίκημα πρόκειται. Υπάρχει όμως και η παραγραφή των αδικημάτων, που είναι 5 χρόνια για τα πλημμελήματα, 15 ή 20 χρόνια για τα κακουργήματα. Εάν οποιοδήποτε αδίκημα παραγραφεί, δεν διώκεται.
Αίτημα καταβολής αποζημίωσης μπορεί να έχει μόνον η αγωγή, η οποία απευθύνεται στα πολιτικά-αστικά Δικαστήρια και όχι στα ποινικά, τα οποία ασχολούνται με τις μηνύσεις.
Οι αγωγές δεν έχουν πάντα οικονομικό αντικείμενο, όπως π.χ η αγωγή με την οποία ζητείται η λύση του γάμου (διαζύγιο), αλλά στοχεύουν πάντα στην ικανοποίηση ιδιωτικών-αστικών δικαιωμάτων και προϋποθέτουν πάντα αντιδικία μεταξύ 2 ή περισσοτέρων προσώπων.
Στην πράξη συνηθίζεται να ασκούνται παράλληλα, τόσο η αγωγή όσο και η μήνυση, π.χ σε περίπτωση συκοφαντικής δυσφήμησης, όπου το ποινικό Δικαστήριο αποφασίζει αν τελέστηκε το έγκλημα και ποια ποινή θα επιβληθεί, ενώ το αστικό καθορίζει το ύψος της τυχόν αποζημίωσης για ηθική βλάβη κλπ.
Ο Εισαγγελέας, με το που λάβει γνώση της τέλεσης ενός εγκλήματος είτε μετά από ενημέρωση Αρχής, είτε μετά από έγκληση του παθόντος είτε μετά από μήνυση τρίτου είτε μόνος του (αυτεπαγγέλτως), οφείλει να ασκήσει ποινική δίωξη (εφόσον συντρέχουν καταφανείς λόγοι) κατά του φερόμενου ως ενόχου. Μόνο αν η επαπειλούμενη κατηγορία είναι προφανώς αβάσιμη οφείλει να θέσει την υπόθεση στο αρχείο. Σε κακουργήματα πρέπει να έχει προηγηθεί πριν από την άσκηση της ποινικής δίωξης προκαταρκτική εξέταση ή να έχουν διενεργηθεί προανακριτικές πράξεις (εξέταση στοιχείων, μαρτύρων, εμπλεκομένων κλπ.) από την Αστυνομία ή τον πταισματοδίκη ( N. 4055/2012 ). Η υπόθεση όμως μπορεί παρ όλα αυτά να μην είναι ξεκάθαρη και να χρήζει περαιτέρω διερεύνησης. Αν δεν είναι ξεκάθαρη και οδηγηθεί κατευθείαν στο ακροατήριο, μπορεί να ταλαιπωρηθούν αθώοι και να μην ξεκαθαρίσει η υπόθεση ή να δικάζεται για μακρό χρόνο. Το δίκαιό μας δεν επιθυμεί να ερευνά ο εισαγγελέας τη βασιμότητα των καταγγελιών που του γίνονται (με μήνυση ή έγκληση), επειδή αυτός είναι που θα προσπαθήσει να στηρίξει την κατηγορία στο ακροατήριο και ενδέχεται να μην είναι αντικειμενικός. Έτσι αναθέτει τη διερεύνηση της βασιμότητας της μήνυσης σε έναν ανεξάρτητο δικαστή, τον ανακριτή ή τον πταισματοδίκη.
Η αγωγή ασκείται με κατάθεσή της στο δικαστήριο προς το οποίο απευθύνεται και με επίδοση σε αυτόν κατά του οποίου στρέφεται. Απλή κατάθεσή της χωρίς επίδοση στον αντίδικο δεν αρκεί για να θεωρηθεί η αγωγή ως ασκηθείσα. Αυτός που την ασκεί ονομάζεται ενάγων και αυτός κατά του οποίου στρέφεται ονομάζεται εναγόμενος (ή καθ ου).
Η επίδοση της αγωγής στον εναγόμενο γίνεται κατά την Πολιτική Δικονομία με μέριμνα του ενάγοντος: ο τελευταίος, αφού καταθέσει την αγωγή στη Γραμματεία του Δικαστηρίου προς το οποίο απευθύνεται και προσδιοριστεί δικάσιμος (ημερομηνία της δίκης), οφείλει να αναθέσει σε δικαστικό επιμελητή της επιλογής του να την επιδώσει στον εναγόμενο μέσα σε ορισμένη προθεσμία πριν τη δικάσιμο.