Τελευταία ενημέρωση την 15 Μαρ 2012 — 18:27
Η δημιουργία με το νόμο 2789/2000 δύο κατηγοριών πολιτών επί τη βάσει χρονικού προσδιορισμού, ο οποίος δεν είχε δικαιολογητική βάση, συνιστά εκδήλως νομοθετική ρύθμιση, με την οποία προσβάλλεται το συνταγματικώς τεθειμένο δικαίωμα των πολιτών να μην γίνονται εις βάρος τους αδικαιολόγητες διακρίσεις και επομένως η ρύθμιση αυτή αντιτίθεται ευθέως στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, με εφαρμογή δε από το Δικαστήριο της αποκαταστατικής μεθόδου προς άρση της ανισότητας αυτής πρέπει να επεκταθεί η ρύθμιση του άρθρου 30 παρ. 1 εδ. α’ του Ν. 2789/2000 και σε οφειλές από σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό, που κλείσθηκε οριστικά και μετά την 15/4/1998 (την ανισότητα δε αυτή θέλησε να άρει ο Ν. 2912/2000 που παρέτεινε τη λήξη των λογαριασμών αυτών μέχρι τις 31/12/2001). Κατά το άρθρο 30 παρ. 8 του Ν. 2789/2000 οι διενεργηθέντες ήδη αναγκαστικοί πλειστηριασμοί είναι έγκυροι, έστω και αν έλαβαν χώρα κατά την χρονική περίοδο από 1ης Φεβρουαρίου 2000 μέχρι και 31ης Δεκεμβρίου 2001. Η εν λόγω διάταξη (30 παρ. 8) καθιερώνει “αντίθετο” κανόνα προς τη “βασική” διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του Ν. 2789/2000 που επιτάσσει την αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως, ο αντίθετος δε αυτός κανόνας διαμορφώνεται δικονομικά σε ένσταση η οποία πρέπει να διαλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη στηρίζουν και αίτημα. Επί συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού, η ενοχή περί του καταλοίπου που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, γεννάται ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα κονδύλια του, όταν ο οφειλέτης, εκτός άλλων, αναγνώρισε, αφότου έκλεισε οριστικά ο λογαριασμός του κατάλοιπο και των εξ αυτού οφειλών του, οπότε και μόνο συνάπτεται σύμβαση αναγνωρίσεως χρόνου. Δεν αποτελεί αναγνώριση χρέους, η αναγνώριση ή η μη αμφισβήτηση του καταλοίπου που προέκυψε από το περιοδικό κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, το οποίο απλώς, χωρίς ανάγκη άλλης αποδείξεως, αποτελεί κονδύλιο του αλληλόχρεου λογαριασμού μη απαιτητό αυτοτελώς.
ΚΕΙΜΕΝΟ
Επειδή με την από 5/9/2003 κλήση της εφεσίβλητης τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία “ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ ΑΕ EUROBANK ERGASIAS AΕ”, φέρεται προς περαιτέρω συζήτηση από 24/5/2002 έφεση της Ε. συζ. Α.Σ., κατά της υπ’ αριθ. 319/2002 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, μετά την έκδοση της υπ’ αρ. 2235/2003 παρεμπίπτουσας αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου και την προσκομιδή του εγγράφου που διατάχθηκε μ’ αυτήν.
II. Η Ε. σύζ. Α.Σ. ήδη εκκαλούσα, με την από 12-10-2000 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, (την οποία στρέφει παραδεκτώς κατά της καθ’ ης Τράπεζας ως επισπεύδουσας δανείστριας και κατά των 1) Θ.Θ. και 2) Α.Μ., ως υπερθεματιστών, ενόψει του ότι οι εν λόγω καθ’ ων τελούν σε αναγκαστική ομοδικία), πλήττει ακυρωτικώς την υπ’ αριθμό 24.031/28-6-2000 έκθεση της Υπαλλήλου του πλειστηριασμού, Συμβολαιογράφου Αθηνών Σ.Κ., περί αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτου της ανακόπτουσας, την περίληψη της έκθεσης αυτής, τον πίνακα κατάταξης δανειστών και την διανομή του πλειστηριάσματος, επειδή ο πλειστηριασμός είναι άκυρος, αφού δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000 για επανακαθορισμό διενεργήθηκε στις 28 Ιουνίου 2000 και συνεπώς συντελέσθηκε κατά παράβαση της διατάξεως του άρθρου 30 παρ. 4 εδάφ. β’ του ν. 2789/2000, η οποία υποχρεώνει τις Τράπεζες να μην αρχίσουν (κι ούτε να συνεχίσουν, αν έχουν αρχίσει), διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης μέχρι και την 30ή Οκτωβρίου του έτους 2000. Επί της ανακοπής αυτής εκδόθηκε η ήδη εκκαλούμενη απόφαση, η οποία την απέρριψε, ως εκπρόθεσμη, επειδή δέχθηκε ότι ο λόγος της αφορά την απαίτηση, οπότε αυτή έπρεπε ν’ ασκηθεί (επιδοθεί στους καθ’ ων) εντός της προθεσμίας της ΚΠολΔ 934 παρ. 1 εδάφ. β’ σε συνδ. με την παρ. 2 του ίδιου άρθρου και επομένως έπρεπε να ασκηθεί μέχρι τον χρόνο έναρξης του πλειστηριασμού. Ήδη η ανακόπτουσα με την υπό κρίση εφεσή της παραπονείται. Επειδή, κατά τις σκέψεις η εκκαλούμενη απόφαση εφάρμοσε εσφαλμένα το νόμο.
ΙΙΙ. Επειδή όπως προκύπτει από τις διατάξεις του άρθρου 309, 310, 513 εδ.α΄, 553 εδ α’ στοιχ.β’, 12, 525 παρ. 1 ΚΠολΔ, αντικείμενο της πολιτικής δίκης είναι και κατά την έκκλητη δίκη, η δικονομική αξίωση που έχει υποβληθεί στο Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και εκφράζεται με αίτηση παροχής, για την προβαλλόμενη ιστορική αιτία, δικαστικής προστασίας με απόφαση του Δικαστηρίου σύμφωνα με το υποβαλλόμενο αίτημα. Η έφεση δεν δημιουργεί νέο αντικείμενο δίκης αλλά αποτελεί, αναλόγως του αν η πρωτοβάθμια απόφαση ήταν δυσμενής ή ευνοϊκή για όποιον ζήτησε τη δικαστική προστασία, μέσο τελικής επίτευξης ή ματαίωσης της ικανοποίησης της δικονομικής, ως άνω, αξιώσεως, δια της υποβολής της σε νέα, δευτεροβάθμια δικαστική κρίση. Η οριστική δε της αποφάσεως του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου κρίνεται αναφορικά με τη δικονομική αυτή αξίωση και όχι με το αίτημα του αφετηρίου εγγράφου για παροχή της εφέσεως (βλ. ΑΠ 12/1989 (ολομ.) ΕΕΝ 1989.709, ΑΠ 1236/1990 Δίκη 22,446, ΑΠ809/1988 ΕλλΔνη 30,1168, ΑΠ 464/1984 ΝοΒ 33,411, Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ, άρθρο 535 αρ. 7). Ετσι, αν το Εφετείο εξαφανίσει την εκκαλούμενη απόφαση και κρατήσει και δικάσει κατ’ ουσίαν την υπόθεση και διατάξει αποδείξεις για οποιοδήποτε λόγο αναβάλλει να αποφανθεί επί της αγωγής κλπ., η απόφαση που είναι οριστική (βλ. ΑΠ 374/1981 ΝοΒ 29,1545, ΑΠ 1148/1998 Νοβ 29,527, Απ 203/1979 Δίκη 10,334, Απ 920/1977, Απ 57/1976, ΑΠ 273/1974, Κονδύλη, η οριστική απόφασις, ΝοΒ 24, σελ. 343 επ., ιδιω.. σελ. 345) και συνεπώς είναι δεκτική ανακλήσεως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 εδ. β’ ΚΠολΔ (βλ. Κονδύλη, οπ). Οπως δε προκύπτει περαιτέρω από τις διατάξεις των άρθρων 522 και 535 ΚΠολΔ το Εφετείο μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης αποφάσεως, κατά παραδοχή βασίμου λόγου εφέσεως δικαιούται αλλά και υποχρεούται να ερευνήσει τις πρωτοδίκως μη εξετασθεισες βάσεις της αγωγής ή τους πρωτοδίκως μη εξετασθέντες λόγους ανακοπής, γιατί δεν δικάζεται …… η έφεση αλλά η αγωγή ή η ανακοπή (βλ. ΑΠ 628/2001 ΕλλΔνη 2002, 1407, ΑΠ 1142/1999 ΕλλΔνη 2000, 419, ΑΠ 1408/1999 ΕλλΔνη 2000, 737). Τούτο δε, σε σχέση με την ανακοπή, διότι καθόσον κρατούσα άποψη, κατά το σύστημα του Ελληνικού δικονομικού δικαίου οι λόγοι γενικώς κάθε ανακοπής, άρα και τις ανακοπής του άρθρου 933 ΚΠολΔ, ενέχουν θέσης ιστορικής βάσεως αγωγής. Συνεπώς, αν στο δικόγραφο της ανακοπής κατά της εκτελέσεως περιέχονται περισσότεροι λόγοι ανακοπής για την ακύρωση της ίδιας πράξεως, κάθε λόγος συνιστά αυτοτελή ιστορική βάση (βλ. ΑΠ489/1997 ΕλλΔνη 1998, 103 ΑΠ 60/1967 ΝοΒ 15,740 ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 1991, 62, ΕΑ 7487/1985 ΑρχΝ 1987,440, ΕΑ 9955/1998 ΑρχΝ 2000, 640, Π. Γέσιου – Φαλτσή, δίκαιο αναγκ. εκτελ. γενικό μέρος, σελ. 627, Μπέη, Πολιτ.Δικ. άρθρο 585, σελ. 2445). Περαιτέρω, το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ότι οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου. Από την διάταξη αυτή προκύπτει ότι δεσμεύεται ο κοινός νομοθέτης, υπό την έννοια ότι είναι υποχρεωμένος – όταν ρυθμίζει ουσιωδώς όμοια πράγματα, σχέσεις, καταστάσεις ή το νομικό καθεστώς συγκεκριμένης κατηγορίας πολιτών – να μην κάνει διακρίσεις, οι οποίες επιφέρουν ευνοϊκή μεταχείριση μίας κατηγορίας πολιτών, απέναντι σε άλλους πολίτες, μολονότι όλοι τελούν υπό τις ίδιες συνθήκες ή ανήκουν στην ίδια κατηγορία, εκτός εάν οι διακρίσεις ή η διαφορετική μεταχείριση επιβάλλονται από λόγους γενικότερου ή δημοσίου συμφέροντος, οι οποίοι όμως υπόκεινται στον έλεγχο των Δικαστηρίων και δεν είναι αυθαίρετοι. Επομένως, σε περίπτωση κατά την οποία ο κοινός νομοθέτης αποκλείει αδικαιολογήτως από ειδική και ευμενή ρύθμιση συγκεκριμένη κατηγορία πολιτών, μολονότι συντρέχει και ως προς την τελευταία ο ίδιος λόγος που επιβάλλει την ειδική ευνοϊκή μεταχείριση και ως προς αυτήν, τότε ο αποκλεισμός αυτός, ως αδικαιολόγητος, και συνεπώς αυθαίρετος, είναι αντισυνταγματικός, αφού παραβιάζει το άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος και συνεπώς ανίσχυρος, γεγονός το οποίο τα Δικαστήρια έχουν υπηρεσιακό καθήκον να διαγνώσουν (Σύντ. 93 παρ. 1). Στην περίπτωση αυτή, κατά την αποκαλούμενη “αποκαταστατική μέθοδο”, τα Δικαστήρια εφαρμόζουν την ευνοϊκή νομοθετική ρύθμιση και ως προς την κατηγορία των πολιτών, η οποία αποκλείσθηκε αδικαιολογήτως από αυτήν. Η εφαρμογή της μεθόδου αυτής, προς άρση της νομοθετικώς επιβληθείσας αδικίας στους πολίτες της τελευταίας αυτής κατηγορίας, δεν σημαίνει και ότι η δικαστική εξουσία παραβιάζει την θεμελιώδη νομοθετική αρχή “της διάκρισης των εξουσιών” (Σύντ. 1, 26, 73 επ., 87 επ. Βλ. ενδεικτικώς περί της αρχής αυτής, Σγουρίτσα, Συνταγματικόν δίκαιον, τ. Β’ τεύχος Ιο (1964) § 47 σελ. 8-9), αφού στην περίπτωση αυτήν τα Δικαστήρια δικαιοδοτούν, κατά τα άρθρα 87 §§ 1 και 2, 93 παρ. 4 και 120 παρ. 2 του Συντάγματος, ν’ ασκήσουν έλεγχο στο έργο της νομοθετικής εξουσίας και εντεύθεν να εφαρμόσουν την ανωτέρω συνταγματική αρχή της ισότητας σε ολόκληρη την έκταση της, περαιτέρω δε, με βάση την αρχή αυτήν, να εφαρμόσουν την ευνοϊκή και ειδική νομοθετική ρύθμιση και στην κατηγορία των πολιτών που αποκλείσθηκε αδικαιολόγητα από την ρύθμιση αυτή (βλ. ενδεικτικώς αντί πολλών ομοίων, τις Ολομ ΑΠ 12/1992 ΕλΔ 33.762. Ολομ ΑΠ 34/1998 ΕλΔ 1998.1265, ΑΠ 1780/1998 ΕΕΝ 2000.313). Εξάλλου, με το άρθρο 30 του ν. 2789/2000 “Προσαρμογή του ελληνικού δικαίου προς την Οδηγία αριθ. 98/26/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 19-5-1998 σχετικά με το αμετάκλητο του διακανονισμού στα συστήματα πληρωμών και στα συστήματα διακανονισμού χρηματοπιστωτικών μέσων” (ΦΕΚ τ. Α’ της 11-2-2000) ορίσθηκαν μεταξύ άλλων και τα εξής ενδιαφέροντα εν προκειμένω: (Α) Η συνολική οφειλή από τόκους που παρήχθησαν από δανειακές συμβάσεις (αλληλόχρεους ή ανοικτούς λογαριασμούς), οι οποίες έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα (Τράπεζες) δεν δύναται να υπερβεί το πολλαπλάσιο της σχετικής απαίτησης των εν λόγω ιδρυμάτων κατά του δανειολήπτη, όπως η απαίτηση αυτή έχει διαμορφωθεί στο χρόνο κατά τον οποίο έκλεισε (με καταγγελία) ο λογαριασμός και ειδικότερα: (α) εάν το κλείσιμο έγινε μέχρι και στις 31-12-1985, τότε η οφειλή από τόκους δεν μπορεί να υπερβεί το τετραπλάσιο της απαίτησης, (β) εάν το κλείσιμο έγινε από 1-1-1986 μέχρι και 31-12-1990, τότε η οφειλή από τόκους δεν μπορεί να υπερβεί το τριπλάσιο της απαίτησης και (γ) εάν το κλείσιμο έγινε από 1-1-1991 μέχρι και 15-4-1998, τότε η οφειλή από τόκους δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο της απαίτησης (παρ. 1 εδάφ. α’). (Β) Εάν η οφειλή προέκυψε από σύμβαση δανείου, τότε στη βάση υπολογισμού δεν περιλαμβάνονται τόκοι από ανατοκισμό (παρ. 1 εδάφ. β’). (Γ) Καταβολές που έχουν γίνει από τους οφείλετε ή τρίτους χάριν αυτών μετά τις ανωτέρω ημερομηνίες, αφαιρούνται από την οφειλή των τόκων, όπως αυτή προσδιορίζεται κατά την προδιαληφθείσα παράγραφο 1 εδάφ. α’ (παρ. 2 εδάφ. α’). (Δ) Οι υφιστάμενες ασφάλειες που έχουν παρασχεθεί στα πιστωτικά ιδρύματα από τους οφειλέτες, εγγυητές ή τρίτους εξακολουθούν να ισχύουν και ασφαλίζουν εφεξής το κεφάλαιο και τους τόκους που προκύπτουν από την αναπροσαρμογή κατά τις παραγράφους 1 και 2 (παρ. 3). (Ε) Από την ισχύ του παρόντος νόμου, τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται (α) να γνωστοποιούν στους οφειλέτες (των οποίων οι οφειλές εμπίπτουν στη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 30) το ύψος της οφειλής τους κατά κεφάλαιο και τόκους, (β) να μην λογίζουν τόκους για την συνολική οφειλή, (όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2) μέχρι και στις 30 Απριλίου 2000 και (γ) να μην αρχίσουν ή να συνεχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης από 11 Φεβρουαρίου μέχρι 31 Οκτωβρίου 2000 (παρ. 4). (ΣΤ) Το ποσό της οφειλής (όπως θα διαμορφωθεί κατ’ εφαρμογή των παραγράφων 1 και 2) θα εκτοκίζεται από 1ης Μαΐου 2000 και επί ένα εξάμηνο. Μετά το εξάμηνο αυτό, εάν δεν συμφωνηθεί διαφορετικά, η οφειλή αυτή θα εκτοκίζεται με το εκάστοτε επιτόκιο υπερημερίας και οι παραγόμενοι τόκοι θα εκτοκίζονται σύμφωνα με το άρθρο 12 ν. 2601/1998 “Ενισχύσεις ιδιωτικών επενδύσεων, Ανατοκισμός, Φορολογία κλπ.” (παρ. 5). (Ζ) Τα πιστωτικά ιδρύματα, με τους περιορισμούς των παραγράφων 1 και 5 του παρόντος νόμου, δύνανται να συμφωνούν με τους οφειλέτες τους όρους και τον τρόπο εξόφλησης των οφειλών που ορίζονται στις παραγράφους 1 και 2 (παρ. 6). (Η) Από 1ης Νοεμβρίου 2000 αίρεται η αναστολή της έναρξης ή της συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που υπάγονται στη ρύθμιση της παραγράφου 1, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 και με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα με δήλωση του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θα προσδιορίζει το οφειλόμενο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ποσό της απαίτησης (παρ. 7). Εξάλλου, οι ανωτέρω παράγραφοι 4 περίπτ. β’ και 7 τροποποιήθηκαν με το άρθρο 47 παρ. 1 ν. 2873/2000 “Φορολογικές ελαφρύνσεις και απλουστεύσεις και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ 285 τ. α’ της 28 Δεκεμβρίου 2000) και ορίσθηκε αντιστοίχως ότι 1) τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να μην αρχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και να μην συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει μέχρι και 31ης Μαρτίου 2001 και 2) από 1ης Απριλίου 2001 αίρεται η αναστολή η αναστολή της έναρξης ή της συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που υπάγονται στη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 30 ν. 2789/2000, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 του εν λόγω άρθρου και με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα με δήλωση του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θα προσδιορίζει το οφειλόμενο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ποσό της απαίτησης. (Οι αμέσως προηγούμενες τροποποιήσεις ίσχυσαν από 31 Οκτωβρίου 2000, κατά το άρθρο 47 παρ. 2 του τελευταίου νόμου). Τέλος, οι ανωτέρω παράγραφοι 1 εδάφ. α’ και 4 εδάφ. β’ του άρθρου 30 του νόμου 2789/2000 (όπως είχε κατά τα διαληφθέντα τροποποιηθεί με το άρθρο 47 ν. 2773/2000) αντικαταστάθηκαν με το άρθρο 42 §§ 1 και 2 του ν. 2912/2001 “Προσαρμογή στις διατάξεις της οδηγίας 94/56/Ε.Κ. του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη θέσπιση βασικών αρχών που διέπουν τις έρευνες ατυχημάτων και συμβάντων Πολιτικής Αεροπορίας κλπ.” (ΦΕΚ τ. Α’/9-5-2001). Κατά δε το άρθρο αυτό: 1) Η συνολική οφειλή από κάθε είδους δανειακές συμβάσεις (αλληλόχρεους ή ανοικτούς λογαριασμούς), οι οποίες έχουν συνομολογηθεί με πιστωτικά ιδρύματα (Τράπεζες) δεν δύναται να υπερβεί το πολλαπλάσιο της σχετικής απαίτησης των εν λόγω ιδρυμάτων κατά του δανειολήπτη, όπως η απαίτηση αυτή έχει διαμορφωθεί στο χρόνο κατά τον οποίο έκλεισε (με καταγγελία) ο λογαριασμός και ειδικότερα: (α) εάν το κλείσιμο έγινε μέχρι και στις 31-12-1985, τότε η οφειλή από τόκους δεν μπορεί να υπερβεί το τετραπλάσιο της απαίτησης, (β) εάν το κλείσιμο έγινε από 1-1-1986 μέχρι και 31-12-1990, τότε η οφειλή από τόκους δεν μπορεί να υπερβεί το τριπλάσιο της απαίτησης και (γ) εάν το κλείσιμο έγινε από 1-1-1991 μέχρι και 31-12-2000, τότε η οφειλή από τόκους δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο της απαίτησης (παρ. 1 εδάφ. α’). 2) Τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται να μην αρχίσουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης και να μην συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει μέχρι και 31 Δεκεμβρίου 2001 και 3) από 1 Ιανουαρίου 2002 αίρεται η αναστολή η αναστολή της έναρξης ή της συνέχισης της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης προς ικανοποίηση των απαιτήσεων που υπάγονται στη ρύθμιση της παραγράφου 1 του άρθρου 30 ν. 2789/2000, εφόσον δεν έχει συμφωνηθεί διαφορετικά κατά τα αναφερόμενα στην παράγραφο 6 του εν λόγω άρθρου και με την προϋπόθεση ότι το πιστωτικό ίδρυμα με δήλωση του, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, θα προσδιορίζει το οφειλόμενο κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του παρόντος άρθρου ποσό της απαίτησης. (Οι αμέσως προηγούμενες τροποποιήσεις ίσχυσαν από τη δημοσίευση του νόμου στην Εφημερίδα της Κυβέρνησης).
Από τις ανωτέρω διατάξεις του Ν. 2789/2000 όπως έχει κατά τα ανωτέρω τροποποιηθεί, προκύπτει εκτός των άλλων ότι ο νόμος εγκαθίδρυσε υποχρέωση των πιστωτικών ιδρυμάτων για τον επανακαθορισμό των προς αυτά οφειλών από κάθε είδους σύμβαση δανείου ή πιστώσεων, που έχουν καταγγελθεί ή λήξει ως την 31/12/200, ώστε η εκάστοτε προς αυτά συνολική οφειλή να μην υπερβαίνει ορισμένα “πολλαπλάσια του κατά περίπτωση ληφθέντος κεφαλαίου ή του αθροίσματος κεφαλαίου των περισσοτέρων δανείων, πολλαπλάσια που περιοριστικά καθορίζει ο ίδιος ο νόμος (βλ. Σχοινά ρυθμίσεις παλαιών οφειλών από το άρθρο 30 του Ν. 2789/2000 ΕπΕμπΔικ. 2001 σελ 616 επ., Π. Γέσιου- Φαλτση γνωμοδότηση ΕλλΔνη 2003 σελ. 102 επ. ιδίως σελ. 104) βλ. η ως άνω υποχρέωση επανακαθορισμού των απαιτήσεων των πιστωτικών ιδρυμάτων επιβάλλεται ως γενικός όρος για την ικανοποίηση τους, ενώ οι εξαιρέσεις (άρθρο 30 παρ. 9) από τη διαδικασία αυτή προβλέπονται περιοριστικά και ως τέτοιες πρέπει να ερμηνεύονται στενά γ) οι ως άνω απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων από τον ισχύοντα ανωτέρω νόμο κατέστησαν ex lage απαιτήσεις υπό όρο, εξαιρούμενες από τη διαδικασία του επανακαθορισμού τους, σύμφωνα με τις ειδικότερες διατάξεις του άρθρου 30 του ν. 2789/2000, όπως τροποποιήθηκε. Αποτέλεσμα δε τούτου είναι ότι οι απαιτήσεις των πιστωτικών ιδρυμάτων που απορρέουν από τραπεζικές δανειακές συμβάσεις κατέστησαν ήδη απαιτήσεις μη βέβαιες, με την έννοια του άρθρου 915 ΚΠολΔ, ως απαιτήσεις εξαρτημένες από την πραγματοποίηση όρου (βλ. πάντως Χ. Απαλλαγάκη γνωμοδότηση Αρμ. 2003, σελ. 1538 επ., Κεραμέα γνωμοδ. Αρμ. 2003, σελ. 906 επ.). Από άποψη αναγκαστικής εκτελέσεως αυτό σημαίνει ότι η επισπεύδουσα Τράπεζα δεν μπορεί να επισπεύσει έγκυρα αναγκαστική εκτέλεση, αν δεν αποδείξει τη βεβαιότητα της εκτελουμένης απαιτήσεως της με έγγραφο, όπως επιτάσσει το άρθρο 915 ΚΠολΔ, και αν δεν συγκοινοποιήσει με την επιταγή της το έγγραφο αυτό (ΚΠολΔ 924). δ) Ο σχετικός περί τούτου ισχυρισμός του οφειλέτη συνιστά λόγο ανακοπής κατά της εκτελέσεως που αφορά, εκτός από την προδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως, και την απαίτηση και ασκείται εντός της προθεσμία του άρθρου 934 παρ. 1β’ ΚΠολΔ, δηλαδή μπορεί να στηρίξει εμπρόθεσμα ανακοπή έως και τη σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού, ακόμη και αν συμπροσβάλλεται και το κύρος της επιταγής ή μη (βλ. για όλα τα ανωτέρω Π. Γέσιου-Φαλτσή, οπ. σελ. 104-106, πρβλ. την ίδια Αναγκ. εκτελ. Ι, γεν. μέρος 1998, παρ. 40 αρ. 171, ΕΑ 9612/1984 ΕλλΔνη 1985, 686 ΕΘεσ 80/1996 Αρμ. 1996, 367). Επισημαίνεται μάλιστα ότι τα ανωτέρω δεν προσκρούουν στις διατάξεις των άρθρων 40 και 57 του ΝΔ του 1923 ” περί ενδίκων διατάξεων επί ανωνύμων εταιρειών” να συνιστά επιτρέπον την έναρξη της αναγκαστικής εκτελέσεως με άρση επίδοση επιταγής “όταν το χρέος καθίσταται απαιτητό εξ οποιουδήποτε λόγου (άρθρο 53 παρ. 1 (άρθρο 53 παρ. 1 του Νόμου αυτού), αφού αναφέρεται αποκλειστικά και μόνο στον τρόπο ενάρξεως της αναγκαστικής εκτελέσεως, όπως και στο περιεχόμενο της επιταγής, χωρίς να υποκαθιστούν τις γενικές διατάξεις του ΚΠολΔ, που ρυθμίζουν τα προαπαιτούμενα της αναγκαστικής εκτελέσεως (βλ. Π. Γέσιου-Φαλτσή γνωμοδότηση, οπ. σελ. 107, εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζικών και Ανωνύμων Εταιρειών, 1943, σελ. 185 επ. 198-200 460). Εξάλλου, από το γράμμα του άρθρου 30 παρ. 4 του Ν. 2789/2000, και συγκεκριμένα από τη γενική διατύπωση της διατάξεως, προκύπτει κατά πρώτο λόγο ανενδοιάστως ότι η αναστολή εκτελέσεως που επιτάσσεται μ’ αυτήν, καλύπτει όλες τις οφειλές προς πιστωτικά ιδρύματα από συμβάσεις δανείου ή πιστώσεων, χωρίς να γίνεται διάκριση αυτών που υπόκεινται ή όχι σε “επανακαθορισμό” με βάση τις προϋποθέσεις αυτού (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή οπ. σελ. 109 παρ. 2α). Απεναντίας το άρθρο 30 παρ. 7 του Νόμου αυτού, αναφέρεται ρητά μόνο στις απαιτήσεις που ανάγονται στη ρύθμιση του άρθρ. 30 παρ. 1 (σε “επανακαθορισμό” δηλαδή) και καθορίζει όχι αν θα υπάρξει αναστολή εκτελέσεως αφού το θέμα αυτό ρυθμίζεται ήδη στο άρθρο 30 παρ. 4β’, αλλά τις ειδικότερες προϋποθέσεις άρσεως της αναστολής από τις οποίες θα μπορεί να επισπεύδεται στις περιπτώσεις του άρθρου 30 παρ. 1 η αναγκαστική εκτέλεση. Τούτο δε διότι λόγος γενικής αναστολής εκτελέσεως που χορηγείται με το άρθρο 30 παρ.4 β είναι, εκτός από τους ευνόητους λόγους επιείκειας προς τον οφειλέτη, η ανάγκη να επιτευχθεί η ομαλή εφαρμογή του άρθρου 30 παρ. 1 του Ν. 2789/2000 με την αντιμετώπιση των αμφισβητουμένων ακόμα περιπτώσεων. Ενώ η παραπάνω απαγόρευση του άρθρου 30 παρ. 4β’ του Νόμου αυτού ενεργούμενης αναγκαστικής εκτέλεσης απαγγέλλεται ανεξάρτητα από την επίκληση και απόδειξη βλάβης (βλ. Π. Γέσιου – Φαλτσή οπ., σελ. 109 και σελ. 111), αν δε αφορά σε πλειστηριασμό που δεν ενεργήθηκε ήδη μπορεί ο σχετικός λόγος της ανακοπής να ασκηθεί εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1γ’ του ΚΠολΔ. Περαιτέρω με τις προαναφερθέντες νόμους καθιερώθηκε ευνοϊκή διάκριση των δανειοληπτών από πιστωτικά ιδρύματα, των οποίων – τυχαίως – οι οικείες συμβάσεις έληξαν διαδοχικώς κατά τα χρονικά διαστήματα 1) μέχρι στις 15-4-1998 (δυνάμει του ν. 2789/2000) και 2) μέχρι στις 31-12-2001 (δυνάμει του ν. 2912/2001), αφού ως προς τους δανειολήπτες αυτούς απαγορεύθηκε η αναγκαστική εκποίηση περιουσιακών στοιχείων τους προς ικανοποίηση των κατ’ αυτών αξιώσεων των Τραπεζών, κατά το χρονικό διάστημα Φεβρουαρίου 2000 – Δεκεμβρίου 2001. Με αποτέλεσμα, κατά τον κανόνα διαχρονικού δικαίου tempus regit actum, να εμφανίζονται έγκυροι οι αναγκαστικοί πλειστηριασμοί περιουσιακών στοιχείων δανειοληπτών από πιστωτικά ιδρύματα, οι οποίοι (πλειστηριασμοί) διενεργήθηκαν υπό την ισχύ του ν. 2789/2000, εντός της χρονικής περιόδου Φεβρουαρίου – Οκτωβρίου 2000 (κατά την οποία είχε απαγορευθεί οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης), επειδή τυχαίως οι σχετικοί αλληλόχρεοι λογαριασμοί είχαν κλείσει μετά την 15-4-1998, οπότε η οφειλή τους δεν είχε ακόμη συμπεριληφθεί στην ευνοϊκή ρύθμιση του άρθρου 1 εδάφ. α’ του νόμου αυτού. Η διάκριση αυτή, μεταξύ αφενός μεν των τελευταίων αυτών δανειοληπτών των Τραπεζών κι αφετέρου εκείνων των οποίων οι αλληλόχρεοι λογαριασμοί έκλεισαν τυχαίως μέχρι και στην ανωτέρω ημεροχρονολογία, είναι αδικαιολόγητη, αφού δεν υφίστατο εξ αντικειμένου ανάγκη να εξαιρεθούν από την ευνοϊκή ρύθμιση του ν. 2789/2000 οι πρώτοι από τους αναφερθέντες ανωτέρω δανειολήπτες. Συνεπώς, η δημιουργία με το νόμο αυτόν δύο κατηγοριών πολιτών επί τη βάσει χρονικού προσδιορισμού, ο οποίος δεν είχε δικαιολογητική βάση, συνιστά εκδήλως νομοθετική ρύθμιση, με την οποία προσβάλλεται το συνταγματικώς τεθειμένο δικαίωμα των πολιτών να μην γίνονται εις βάρος τους αδικαιολόγητες διακρίσεις και επομένως η ρύθμιση αυτή αντιτίθεται ευθέως στο άρθρο 4 παρ. 1 του Συντάγματος, με εφαρμογή δε από το Δικαστήριο της αποκαταστατικής μεθόδου προς άρση της ανισότητας αυτής πρέπει να επεκταθεί η ρύθμιση του άρθρου 30 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 2789/2000 και σε οφειλές από σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως με αλληλόχρεο λογαριασμό, που κλείσθηκε οριστικά και μετά την 15/4/1998, την ανισότητα δε αυτή θέλησε να άρει ο ν. 2912/2000 που παρέτεινε τη λήξη των λογαριασμών αυτών μέχρι τις 31/12/2001. Τέλος κατά το άρθρο 30 παρ. 8 του ν. 2789/2000 οι διατάξεις του νόμου αυτού και επομένως και η υποχρεωτική αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως που διαλαμβάνει η παρ. 4 του άρθρου αυτού – δεν επηρεάζουν όσα ρυθμίσθηκαν ήδη με αναγνώριση χρέους μεταξύ των πιστωτικών ιδρυμάτων και των οφειλετών, μέχρι της δημοσίευση του νόμου αυτού, δηλαδή μέχρι και την 1η Φεβρουαρίου του έτους 2000. Δηλαδή οι διενεργηθέντες ήδη αναγκαστικοί πλειστηριασμοί είναι στην περίπτωση αυτή έγκυροι, έστω και αν έλαβαν χώρα κατά την χρονική περίοδο από 1ης Φεβρουαρίου 2000 μέχρι και 31ης Δεκεμβρίου 2001. Είναι προφανές ότι η εν λόγω διάταξη (30 παρ. 8) καθιερώνει “αντίθετο” κανόνα προς τη “βασική” διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4 του ν. 2789/2000 που επιτάσσει την αναστολή της αναγκαστικής εκτελέσεως, ο αντίθετος δε αυτός κανόνας διαμορφώνεται δικονομικά σε ένσταση η οποία σύμφωνα με το άρθρο 262 ΚΠολΔ, πρέπει να διαλαμβάνει σαφή έκθεση των γεγονότων που τη στηρίζουν και αίτημα. Εξάλλου, επί συμβάσεως αλληλόχρεου λογαριασμού, η ενοχή περί του καταλοίπου που προκύπτει από το οριστικό κλείσιμο του λογαριασμού, γεννάται ανεξάρτητα από τα ιδιαίτερα κονδύλια του, όταν ο οφειλέτης, εκτός άλλων, αναγνώρισε, αφότου έκλεισε οριστικά ο λογαριασμός του κατάλοιπο και των εξ αυτού οφειλών του, οπότε και μόνο συνάπτεται σύμβαση αναγνωρίσεως χρόνου (ΑΚ 361, 874) (βλ. ΑΠ 1524/1991 ΕλλΔνη 34,313, ΕΑ 7091/2002 ΕλλΔνη 44,1381, Φίλιο, Ειδ. Ενοχ. δίκαιο σελ. 112, 114, 116, 117, Δ. Κονδύλη έννοια κλπ. αποτελέσματα αλληλόχρεου λογαριασμού, ΕλλΔνη 37, σελ. 510). Απεναντίας δεν αποτελεί αναγνώριση χρέους, η αναγνώριση ή η μη αμφισβήτηση του καταλοίπου που προέκυψε από το περιοδικό κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, το οποίο απλώς, χωρίς ανάγκη άλλης αποδείξεως, αποτελεί κονδύλιο του αλληλόχρεου λογαριασμού μη απαιτητό αυτοτελώς (βλ. Λιακόπουλο στον ΑΚ Γεωργιάδη- Σταθόπουλο άρθρο 874 αρ. 4, Παμπούκη, ΝοΒ 11, σελ. 81 επ. Σούρλα, το δίκαιο αλληλ. λογαριασμού, 1975, σελ. 79, Φίλια, σελ. 114 ΑΠ 709/1994 ΕλλΔνη 1995, 829, ΑΠ 19/1972 ΕΕΝ 39,299 ΑΠ 178/1971 ΕΕμπΔ ΚΒ’ 841, ΕΑ 7304/1985 ΕΑ 4496/1981 ΕΕμπΔ 1985, 641, ΕεμοΔ 1984, 39, ΕΑ 9757/1980 Αρμ. 1981, 954, Εθεσ 2193/1987 Αρμ. 1988, 437 κ.α.). Στην προκειμένη περίπτωση η ανακοπουσα και ήδη εκκαλούσα με την από 12/10/2000 ανακοπή της επί της οποίας εκδόθηκε εκκαλούμενη απόφαση, επικαλείται, τα εξής: Ότι “Δυνάμει της υπ’ αρ. 2403/28.6.2000 εκθέσεως αναγκαστικού πλειστηριασμού ακινήτων της συμβολαιογράφου Αθηνών Σ.Κ. στις 28/6/2000 διενεργήθηκε στην Αθήνα πλειστηριασμός του περιγραφόμενου ακινήτου της με επισήμανση… στις καθ’ ων η ανακοπή Τράπεζας Εργασίας και κατακυρώθηκε υπέρ του δεύτερου και της τρίτης των καθ’ ων η ανακοπή, για την ικανοποίηση απαιτήσεως της πρώτης των καθ’ ων ύψος 26177580 δρχ. που απορρέει από το οριστικό κλείσιμο αλληλόχρεου λογαριασμού συνδυασμένου με σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως, ο οποίος έκλεισε οριστικά στις 5/11/1998 και κοινοποιήθηκε το κλείσιμό του στον ανακόπτοντα στις 19/4/1999, ως εγγυήτρια αυτού, και είναι η απαίτηση … με την υπ’ αρ. 16379/1999 διαταγή του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Περαιτέρω, η ανακόπτουσα επικαλείται ότι ο ανωτέρω πλειστηριασμός και οι μ’ αυτών προσδιοριζόμενες πράξεις εκτελέσεως είναι άκυρες, διότι, κατά τους σχετικούς λόγους της ανακοπής, αναγραφόμενες κατά λέξη εδώ: Λόγος ανακοπής.
1. ΑΚΥΡΟΤΗΤΑ ΕΠΙΣΠΕΥΘΕΝΤΟΣ ΠΛΕΙΣΤΗΡΙΑΣΜΟΥ ΛΟΓΩ ΔΙΕΝΕΡΓΕΙΑΣ ΑΥΤΟΥ ΚΑΤΑ ΠΑΡΑΒΑΣΗ ΤΟΥ Ν. 2789/2000.
Σύμφωνα με το άρθρο 30 παρ. 4 του Ν. 2789/2000 “Από της ισχύος του παρόντος νόμου τα πιστωτικά ιδρύματα υποχρεούνται:
α) Να γνωστοποιούν, εντός προθεσμίας ενενήντα (90) ημερών από την υποβολή της σχετικής αίτησης, στους οφειλέτες που οι οφειλές τους εμπίπτουν στη ρύθμιση της παρ. 1, το ύψος της οφειλής τους κατά κεφάλαιο και τόκους,
β) Να μη λογίζουν τόκους για τη συνολική οφειλή, όπως αυτή θα διαμορφωθεί μετά την εφαρμογή των παρ.• 1 και 2, μέχρι τις 30 Απριλίου 2000 και να μην αρχίσουν οι διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε να συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει, μέχρι την 31η Οκτωβρίου 2000”.
Κατά ρητή επιταγή του Νόμου, εδ. β’ της παρ. 4, αρθ. 30, τα Πιστωτικά Ιδρύματα υποχρεούνται και κατά συνέπεια και η επισπεύδουσα πρώτη των αντιδίκων ΤΡΑΠΕΖΑ ΕΡΓΑΣΙΑΣ Α.Ε., να μην αρχίσουν τις διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε να συνεχίσουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει και κατά συνέπεια και τους επισπευδόμενους πλειστηριασμούς, μέχρι την 31 Οκτωβρίου 2000 χωρίς να τίθεται σαν προϋπόθεση η ένταξη της οφειλής στη ρύθμιση του ως άνω νόμου, άλλως αυτό θα είχε προβλεφθεί ρητά.
Αλλωστε η διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης συνεχίζεται όταν έχει τελεσιδικήσει ο τίτλος βάσει του οποίου επισπεύδεται η εκτέλεση, και κατά συνέπεια ο Ν. στο εδ. Β της παρ. 4 που ρητά αναφέρει “ούτε να συνεχίσουν οι διαδικασίες που έχουν αρχίσει μέχρι την 31-10-2000” αναφέρεται και αφορά την αναστολή εκτελέσεως όλων των επισπευδόμενων πλειστηριασμών για το χρονικό διάστημα από της ισχύος του νόμου μέχρι την 31-10-2000. (βλ. ad hoc 5004/2000, 5445/2000, 5256/00, 6474/00, 8073/00, 8075/00 αποφάσεις Μον. Πρωτ. Αθηνών και 3150/00, 4343/00, 4475/00 και 4476/00 Μον. Πρωτ. Πειραιώς σύμφωνα με τις οποίες αναστέλλεται η εκτέλεση: “…καθόσον ο πλεισ/μός επισπεύδεται προ της εκπνοής της προθεσμίας που έχει τεθεί ρητά από το εδ. Β’ της παρ. 4 του άρθρου 30 του Ν. 2789/2000 (ΦΕΚ 21/11.2.2000), δηλαδή τα πιστωτικά ιδρύματα να μην αρχίζουν διαδικασίες αναγκαστικής εκτέλεσης, ούτε να συνεχίζουν διαδικασίες που έχουν αρχίσει μέχρι την 31-10-2000”).
Η οφειλή δε στην αντίδικο Τράπεζα από την σύμβαση εμπίπτει στις διατάξεις του ν. 2789/2000, αφού δεν εμπίπτω στις εξαιρέσεις που προβλέπονται στην παρ. 8 του νόμου και τούτο διότι: α) η απαίτηση της Τράπεζας δεν έχει κριθεί τελεσίδικα, ως απαιτεί ο νόμος, καθόσον η 16.379/99 Δ/γη Πληρωμής του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είναι τίτλος εκτελεστός και όχι δικαστική απόφαση, ώστε να μπορεί να τελεσιδικήσει (βλ. 6050/2000, 8073/00, 8075/00 αποφάσεις του Μον. Πρωτ. Αθηνών και 4343/00 Μον. Πρωτ. Πειραιώς) και β) δεν έχει ρυθμιστεί η οφειλή μου, ούτε έχουμε συμβιβαστεί, δεν υφίσταται δε αναγνώριση χρέους ή σχετική συμφωνία που να εξακολουθεί να με δεσμεύει με την Τράπεζα.
Οι φερόμενες δε από την αντίδικο ως υπογραφείσες από εμένα, επιστολές αναγνώρισης του καταλοίπου έγιναν τότε υπό την άμεση απειλή εκτελέσεως και πλειστηριασμού του ενυπόθηκου ακινήτου μου από την καθ’ ης και δεν αποτελούν προϊόν ελεύθερης βούλησης ως απαιτεί ο νόμος στις συναλλαγές για την εγκυρότητα των δικαιοπραξιών (ΑΚ 150-152), με αποτέλεσμα να θεωρούνται ως μη γενόμενες και πάντως σε καμιά περίπτωση δεν εξακολουθούν να με δεσμεύουν με την Τράπεζα.
Εξάλλου, αναγνώριση εκ των προτέρων μέλλοντος λογαριασμού ή απαιτήσεως είναι απολύτως καταχρηστική ρήτρα, αφού ουδείς εκ των προτέρων δύναται να γνωρίζει την εν γένει διαμόρφωση του λογαριασμού. Αλλωστε μια τέτοια ενέργεια δηλαδή της εκ των προτέρων αναγνωρίσεως πάσης μελλοντικής οφειλής θα χαρακτηριζόταν ως “ΛΕΟΝΤΕΙΟΣ ΡΗΤΡΑ” αφού δεσμεύει εκ των προτέρων καταχρηστικά την ατομική ελευθερία και την ελευθερία των διαπραγματεύσεων γεγονός που δεν γίνεται αποδεκτό από κανένα κανόνα δικαίου.
Επί πλέον για να ισχύει η εκάστοτε ρήτρα της αναγνωρίσεως του καταλοίπου του λογαριασμού προϋποθέτει γνωστοποίηση του λογαριασμού με πλήρη αντιπαράθεση του διαμορφούμενου χρέους – πίστωση χρέωση – ώστε να δύναται ο καθ’ ου να προβεί κατόπιν ελέγχου στην αμφισβήτηση του χρέους. Δεν υπάρχει επομένως ουδεμία αναγνώριση του καταλοίπου του λογαριασμού, όπως προβλέπεται από τους κανόνες δικαίου και κατά συνέπεια δεν υφίσταται καμιά αναγνώριση βάσει της συμβάσεως.
Οποιαδήποτε επίσης εμφανιζόμενη ως ρύθμιση της οφειλής έχει ήδη παύσει να ισχύει, αφού αυτή πάντοτε καταρτίζεται υπό τον όρο της πλήρους τηρήσεως της, ενώ σε διαφορετική περίπτωση δεν εξακολουθεί να με δεσμεύει με την Τράπεζα, αφού η ίδια θεωρεί ότι πληρώθηκε η διαλυτική αίρεση αυτών και κατά συνέπεια έπαυσε να ισχύει, αποδεικνυομένου τούτου άλλωστε από την διενέργεια του πλειστηριασμού από την αντίδικο.
Συνεπώς η πρώτη των αντιδίκων Τράπεζα με την προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. 24.013/28-6-2000 Εκθεση Αναγκαστικού Πλειστηριασμού της συμβ/φου Αθηνών, Σ.Κ. και μετά την δημοσίευση του Ν. 2789/2000 επέσπευσε παράνομα και καταχρηστικά πλειστηριασμό την 28-6-2000, χωρίς να μου έχει δώσει την δυνατότητα να υπαχθώ ευεργετικές ρυθμίσεις του νόμου 2789/2000 και χωρίς να υπολογίσει την οφειλή μου μετά την ένταξη αυτής στη ρύθμιση του ως άνω νόμου. Επί πλέον δεν αφαίρεσε για την προβλεπόμενη από το νόμο περίοδο τους τόκους του επιτασσομένου κεφαλαίου, πάλι κατά παράβαση του νόμου.
Κατά παράβαση του Ν. 2789/2000 – αφού δεν τηρήθηκαν οι τεθείσες από αυτόν ρητές προθεσμίες αναστολής εκτελέσεως και επισπεύσεως πλειστηριασμών – ήτοι από 10-2-2000 έως 31-10-2000, διενεργήθηκε ο προσβαλλόμενος πλειστηριασμός την 28-6-2000. Η διενέργεια δε αυτή επέφερε σε εμένα ανεπανόρθωτη βλάβη, η οποία δεν δύναται άλλως να θεραπευθεί παρά με την κήρυξη της ως άνω ακυρότητας του γενομένου πλειστηριασμού.
Είναι άκυρος επομένως ο διενεργηθείς την 28-6-2000 Πλειστηριασμός, αφού έλαβε χώρα κατά το κρίσιμο χρονικό διάστημα ήτοι μετά την έκδοση του Ν. 2789/2000 (11-2-2000 και προ της 31-10-2000) δηλ. προ της εκπνοής της τεθείσης ρητά από τον ως άνω Νόμο προθεσμίας αναστολής συνεχίσεως διαδικασιών εκτελέσεων και επισπεύσεων πλειστηριασμών και ενώ η οφειλή μας υπαγόταν στη ρύθμιση του νέου Νόμου.
Όπως προκύπτει από την …. και την εκτίμηση του περιεχομένου της ανακοπής αυτής, η προσβαλλόμενη μ’ αυτήν ακυρότητα του πλειστηριασμού και των μετέπειτα πράξεων αναγκαστικής εκτελέσεως (συντάξεως περίληψης κατακυρωτικής έκθεσης, πίνακα κατά τάξεως δανειστών και διανομής πλειστηριάσματος) στηρίζεται α) στο λόγο ότι ο πλειστηριασμός έγινε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις από την επισπεύδουσα Τράπεζα που τάσσει το άρθρο 30 του ν. 2789/2000 για επανακαθορισμό της οφειλής της που προέρχεται από τραπεζικό δάνειο και β) στο λόγο ότι διενεργήθη ο πλειστηριασμός αυτός σε χρονική περίοδο, κατά την οποία, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4β’ του ν. 2789/2000 σε πλειστηριασμό ακινήτων των οφειλετών πιστωτικών ιδρυμάτων ήταν ανεπίτρεπτος και επομένως άκυρος. Ο πρώτος λόγος της ανακοπής, όπως αναπτύσσεται στη μείζονα σκέψη, αφορά (και) την απαίτηση, έπρεπε δε σύμφωνα με η διάταξη του άρθρου 434 παρ. 1β’ να ασκηθεί μέχρι τη σύνταξη της εκθέσεως πλειστηριασμού και κατακυρώσεως. Συνεπώς εφόσον ασκήθηκε μετά την προθεσμία αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτος, λόγος εκπρόθεσμης ασκήσεώς του. Τούτο δέχθηκε ορθώς και η εκκαλουμένη απόφαση, επομένως αντίθετος λόγος της εφέσεως πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν. Εξάλλου η παρεμπίπτουσα υπ’ αριθ. 2235/2003 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου που έκρινε ότι στο δικαστήριο της ανακοπής δεν περιέχετο τέτοιος λόγος, ως μη οριστική πρέπει να ανακληθεί, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 309 εδ β’ ΚΠολΔ, της αυτής δε παρεμπίπτουσας αποφάσεως πρέπει να αντικατασταθεί, ως ανωτέρω, η εσφαλμένη απολογία ότι η κατά το άρθρο 30 παρ. 4β’ του ν. 2789/2000 εντασσόμενη αναστολή εκτελέσεως καταλαμβάνει μόνο τις περιπτώσεις τραπεζικών δανείων που χρήζουν “επανακαθορισμού” της οφειλής κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του Νόμου αυτού. Ο παραπάνω δεύτερος λόγος της ανακοπής είναι πλήρης ορισμένος, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα εντός της προθεσμίας του άρθρου 934 παρ. 1γ’ σε συνδυασμό με την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, δεδομένου ότι α) η μεταγραφή της περιλήψεως της κατακυρωτικής εκθέσεως έλαβε χώρα στις 11/7/2000, β) η επίδοση της ανακοπής στους καθ’ων αυτή έγινε στις 18/10/2000 και γ) κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 147 παρ. 7 ΚΠολΔ η προθεσμία για την άσκηση της ανακοπής αυτής έχει ανασταλεί κατά το μήνα Αύγουστο 2000, απορριπτόμενου μετά ταύτα, του αντίθετου ισχυρισμού των εφεσιβλήτων, και είναι νόμιμος, στηριζόμενος στη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4β’ του ν. 2789/2000, που καταλαμβάνει, σύμφωνα με όσα αναπτύσσονται στη μείζονα σκέψη, και την απαίτηση της ανακόπτουσας Τράπεζας, α) ανεξάρτητα του αν η οφειλή αυτή πρέπει να “επανακαθοριστεί” σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 1 του ν. 2789/2000 και β) αδιαφόρως του ότι ο επίμαχος αλληλόχρεος λογαριασμός κλείσθηκε οριστικά στις 19/4/1999 ( και όχι μέχρι τις 15/4/1998 όπως ορίζει ο ν. 2789/2000), διότι, όπως αναπτύσσεται στη μείζονα σκέψη, το Δικαστήριο τούτο εφαρμόζοντας την αποκαταστατική μέθοδο προς άρση της ανισότητας επεκτείνει τη ρύθμιση του άρθρου 30 παρ. 1 εδ. α’ του ν. 2789/2000 και στην προκειμένη οφειλή της ανακόπτουσας έναντι της καθ’ης Τράπεζας, απορριπτόμενων μετά ταύτα των αντιθέτων ισχυρισμών των εφεσιβλήτων – καθ’ ου η ανακοπή. Σε σχέση με την ουσιαστική βασιμότητα του ανωτέρω λόγου της ανακοπής, των οποίων δεν ερεύνησε το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφαση, από την …… των από 9/10/2001 προτάσεων καθ’ ης Τράπεζας που υπέβαλε ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (4η σελ.) αυτή δεν προέλαβε, κατά τον αντίθετο κανόνα του άρθρου 30 παρ. 8 του ν. 2789/2000, ένσταση περί αποκλεισμού της αναστολής της αναγκαστικής εκτελέσεως λόγω “αναγνωρίσεως του χρέους”, από τον πρωτοφειλέτη Α.Σ. ή την ανακόπτουσα ως εγγυήτρια όπως εσφαλμένα έκρινε η πιο πάνω παρεμπίπτουσα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου. Αυτή απλώς επικαλέστηκε ότι ο πρωτοφειλέτης πιστούχους Α.Σ. με την από 30/9/1998 έγγραφη δήλωση του προς την Τράπεζα αναγνώρισε το κατά ….. χρεωστικό υπόλοιπο που ανερχόταν σε 25602843 δρχ. η αναγνώριση όμως αυτή αποτελούσε αναγνώριση προσωρινού υπολοίπου, αφού ο αλληλόχρεος λογαριασμός κλείσθηκε οριστικά στις 5/11/1998 και κοινοποιήθηκε τούτο στους οφειλέτες στις 19/4/1999 οπότε είχε οριστικό κατάλοιπο 26177580 δρχ., για την ικανοποίηση του οποίου η Τράπεζα επέσπευσε την ένδικη αναγκαστική εκτέλεση. Η αναγνώριση του ως άνω προσωρινού υπολοίπου , που απλώς αποτελούσε νέο κονδύλιο του λογαριασμού, δεν αποτελεί αναγνώριση χρέους, ούτε κατά τη διάταξη του άρθρου 874 ΑΚ ούτε κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 ν. 2789/2000. Επομένως ο σχετικός ισχυρισμός της Τράπεζας, ούτε συνιστά ορισμένη και παραδεκτή ένσταση κατά τις διατάξεις των άρθρων 262 παρ. 1 ΚΠολΔ και 30 παρ. 8 ν. 2789/2000 και σε κάθε περίπτωση για λόγους ……. της δίκης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, αφού αποδεικνύεται ότι η ανακόπτουσα ή ο πρωτοφειλέτης – πιστούχος, μετά το οριστικό κλείσιμο του αλληλόχρεου λογαριασμού, δεν αναγνώρισαν την οφειλή από το οριστικό κατάλοιπο και συνακόλουθα δεν ……… κατά τη διάταξη του άρθρου 30 παρ. 8 του ν. 2789/2000 η αναστολή εκτελέσεως που επιτάσσει η διάταξη του άρθρου 30 παρ. 4β’ του Νόμου αυτού. Επισημαίνεται, τέλος, ότι ο ισχυρισμός των καθ’ ων η ανακοπή και ήδη εφεσιβλήτων Θ.Θ. και A.Μ. (υπερθεματιστών) πως η ανακοπή είναι απορριπτέα ως καταχρηστική, επειδή δεν ασκήθηκε πριν να διενεργηθεί ο προσβαλλόμενος ήδη αναγκαστικός πλειστηριασμός του ακινήτου της, είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, για τους ακόλουθους λόγους: Στο πεδίο του δικονομικού δικαίου -αντιθέτως με ό,τι ισχύει στο αστικό δίκαιο- η ακυρότητα της διαδικαστικής πράξης δεν είναι αυτοδίκαιη, παρά απαγγέλλεται με σχετική δικαστική απόφαση, διαπλαστικού χαρακτήρα, κατόπιν προσβολής της από τον πληττόμενο εξ αυτής (ΚΠολΔ 160 παρ. 1, 161) (Ολομ. ΑΠ 12/2001 ΕλΔ 42.896. Μπέης, Η ανίσχυρος διαδικαστική πράξις, παρ. 5 III 5 σελ. 215, παρ. 6 III 2 σελ. 260 και παρ. 8 II 2 σελ. 285, Κεραμεύς, Αστικό δικονομικό δίκαιο, τ. II έκδ. 1986, παρ. 131 σελ. 338. Δεληκωστόπουλος/Σινανιώτης, ΕρμΚΠολΔ, υπό το άρθρο 163 παρ. Ι σελ. 317, Μπρίνιας, Αναγκαστική εκτέλεσις, 2η έκδοση, παρ. 149 σελ. 394). Η ακυρωτική ανακοπή εκ του άρθρου 933 ΚΠολΔ έχει νόημα μόνον όταν στρέφεται κατά (υποστατής μεν, πλην) άκυρης διαδικαστικής πράξης, δηλαδή κατά πράξης η οποία έχει ήδη διενεργηθεί (Μπέης, Εισαγωγή στη δικονομική σκέψη, 3η έκδ. παρ. 12 παρατ. 6.4.2. σελ. 201. Ο ίδιος, ΕρμΚΠολΔ, Εισαγωγή παρ. 12 III 1 και 2 σελ. 93). Επομένως η ανακοπή αυτή ασκείται πάντοτε μετά τη διενέργεια της (….) διαδικασίας αυτής πράξης εντός έννομης …….. πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, κατά το μέρος που παρέλειψε να ερευνήσει τον ως άνω λόγο ανακοπής διακρατηθεί και δικασθεί από το Δικαστήριο τούτο κατάθεση (ΚΠολΔ 535) και γίνει δεκτή η κατ’ αυτού ανακοπή κατά τον ως άνω λόγο και ακυρώθηκα οι προσβαλλόμενες πράξεις αναγκαστικής εκτελέσεως, καταδικάσθηκαν δε οι εφεσίβλητοι καθ’ ων η ανακοπή συμμετρώς στη δικαστική δαπάνη της εκκαλούσας-ανακόπτουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, αφού χάνουν τη δίκη (ΚΠολΔ 176, 180 παρ. 1, 183, 189 παρ. 1, 191 παρ. 2).
ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ
Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.
Δέχεται κατ’ ουσίαν την έφεση.
Εξαφανίζει εν μέρει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 319/2000 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών.
Διαπράττει και δικάζει την υπόθεση.
Απορρίπτει …….. κρίθηκαν ως απορριπτέα.
Δέχεται εν μέρει την από 12/10/2000 ανακοπή.
Ακυρώνει τον αναγκαστικό πλειστηριασμό ακινήτου που έγινε με την υπ’ αριθ. 2403/28.6.2000 έκθεση αναγκαστικού πλειστηριασμού της Συμβολαιογράφου Αθηνών Σ.Κ., την υπ’ αριθ. 24090/7.7.2000 περίληψη κατά οριστικής ακινήτου της αυτής ως άνω Συμβολαιογράφου καθώς και του ότι, σε εκτέλεση αυτού, πίνακα κατατάξεως ….. και διανομής πλειστηριάσματος (Αφότου έλαβε χώραν).
Καταδικάζει τους καθ’ ων η ανακοπή εφεσίβλητους, συμμέτρως, στη δικαστική δαπάνη της ανακόπουσας-εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας που όφειλε σε χίλια διακόσια (1.200) ευρώ.- Και
…… και συμπληρώνει τις αιτιολογίες της υπ’ αριθμ. 2535/2002 παρεμπίπτουσας αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου κατά τα αναφερόμενα στο σκεπτικό.