Τελευταία ενημέρωση την 26 Φεβ 2013 — 20:26
Από τις διατάξεις των άρθρων 94 και 95 παρ. 5 του Συντάγματος και τις διατάξεις του άρθρου 2 παρ. 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (Ν.2462/1997), συνάγεται ότι, προς επίτευξη του επιδιωκόμενου με αυτές, σκοπού της αποτελεσματικής δικαστικής προστασίας, επιτρέπεται η εκτέλεση δικαστικών αποφάσεων κατά του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, με τις οποίες επιδικάζονται εις βάρος τους χρηματικές απαιτήσεις, στους τίτλους δε αυτούς περιλαμβάνονται και οι διαταγές πληρωμής, οι οποίες ναι μεν εκδίδονται από δικαστή χωρίς προηγουμένως να ακουστεί και να αναπτύξει τις απόψεις του το Δημόσιο, μετά από εξέταση της συνδρομής των κατά νόμο προϋποθέσεων για την έκδοσή τους και όχι από συγκροτημένο δικαστήριο, πλην όμως εξομοιώνονται με τις δικαστικές αποφάσεις, διότι αφενός μεν επιλύουν διαφορές, αφ’ ετέρου δε ανταποκρίνονται στα βασικά λειτουργικά γνωρίσματα της προβλεπόμενης από το άρθρο 20 του Συντάγματος δικαστικής προστασίας, διότι παρέχεται η δυνατότητα στον καθ’ ού να ασκήσει ανακοπή και να προβάλλει τους ισχυρισμούς του, τόσο ως προς τη μη συνδρομή των προϋποθέσεων έκδοσης της διαταγής πληρωμής όσο και ως προς την απαίτηση.
Η νομοθετική ρύθμιση του άρθρου 20 Ν.3301/2004, κατά την οποία δεν εκτελούνται οι αναφερόμενοι σ’ αυτή εκτελεστοί τίτλοι, μεταξύ των οποίων και οι διαταγές πληρωμής, αντίκειται στις ως άνω διατάξεις του Συντάγματος και των Διεθνών Συμφώνων και ως εκ τούτου είναι δυνατή, η από τον αρμόδιο πολιτικό δικαστή (Ειρηνοδίκη ή Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου) έκδοση διαταγής πληρωμής, εάν συντρέχουν οι προϋποθέσεις, εις βάρος του Δημοσίου, ΟΤΑ και ΝΠΔΔ, και αν ακόμη η υποκείμενη σχέση, από την οποία απορρέει η χρηματική απαίτηση προς πληρωμή της οποίας ζητείται η έκδοση διαταγής πληρωμής, υπάγεται στη δικαιοδοσία των διοικητικών δικαστηρίων, όπως συμβαίνει επί διαφοράς από σύμβαση δημόσιου έργου (ΑΠ 2347/2009).
Επίσης έχει κριθεί ότι η διάταξη του άρθρου 19 παρ.1 Ν. 1715/1951 σύμφωνα με την οποία η ασκηθείσα από το Δημόσιο αίτηση αναίρεσης κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης, καθώς και η προθεσμία για την άσκησή της, αναστέλλουν την σε βάρος του εκτέλεση της απόφασης, ακόμη και στις περιπτώσεις κατά τις οποίες η τελευταία θα επιτρεπόταν, εισάγει αδικαιολόγητη παρέκκλιση από το γενικό και δικονομικό κανόνα του εκτελεστού των τελεσίδικων δικαστικών αποφάσεων, καθώς μεταθέτει το χρόνο εκτέλεσης αυτών και καθιερώνει την εκτελεστότητα μόνο των αμετάκλητων δικαστικών αποφάσεων των πολιτικών δικαστηρίων και του Ε.Σ, κατά διαφοροποίηση από τα κρατούντα για τις καταψηφιστικές αποφάσεις των δικαστηρίων, οι οποίες είναι εκτελεστές από την τελεσιδικία τους. Διότι με αυτόν τον τρόπο προκαλείται διαφοροποίηση μη στηριζόμενη σε συγκεκριμένα κριτήρια, τόσο ως προς την εκτελεστότητα των αποφάσεων ανάλογα με το δικάζον δικαστήριο όσο και ανάλογα με το αν διάδικο μέρος είναι το Ελληνικό Δημόσιο, με αποτέλεσμα να παραβιάζεται η καθιερούμενη με το άρθρο 4 παρ. 1 Σ αρχή της ισότητας του νόμου έναντι των πολιτών. Θα πρέπει, επομένως, και η ανωτέρω διάταξη να θεωρείται ανίσχυρη.
Επίσης ανίσχυρη είναι η διάταξη του άρθρου 4 παρ.1 Ν. 3068/2002 όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με την παρ. 327 παρ.5 Ν. 4072/2012 σύμφωνα με την οποία είναι μη νόμιμη η επισπευδόμενη διαδικασία αν δεν προηγήθηκε η κατάθεση από τον επισπεύδοντα την διαδικασία εγγυητικής επιστολής τράπεζας υπέρ του Δημοσίου, προς διασφάλισή του. Διότι καθιερώνει προνόμιο μόνο υπέρ του Δημοσίου που δεν λειτουργεί αμφίπλευρα, δηλαδή και υπέρ των ιδιωτών, θεσπίζει, δηλαδή, η ως άνω διάταξη προνομιακή μεταχείριση του κατά τεκμήριο ισχυρότερου από κάθε άποψη Δημοσίου, που συνεπάγεται αυθαίρετη και άνιση μεταχείριση σε βάρος των ιδιωτών, γι’ αυτό και αντιβαίνει στα άρθρα 4 παρ.1 , 20 παρ.1 του ισχύοντος Συντάγματος και στο άρθρο 6 παρ. 1 της ΕΣΔΑ, η οποία έχει κυρωθεί με το ν.δ. 53/1974 και έχει υπερνομοθετική ισχύ (άρθρο 28 παρ.1 του Συντάγματος).
Σημειωτέον, τέλος, ότι και η διάταξη του άρθρου 21 του Κώδικα περί δικών δημοσίου περί διαφοροποιήσεως του ύψους του επιτοκίου, αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 του πρώτου πρόσθετου πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ, αλλά και του άρθρου 4 παρ.1 του Συντάγματος ως προς το Δημόσιο (Ολ.ΣτΕ 1663/2009).
www.taxlaw.gr