Οι κεντρικές τράπεζες και τα φαντάσματα του παρελθόντος

Οταν δεν ξέρεις πού πας, το κακό είναι ότι συνήθως φθάνεις. Κάπου φθάνεις. Δεν ξέρεις βέβαια πού έφθασες. Ακριβώς στο σημείο αυτό βρίσκονται οι αναπτυγμένες οικονομίες σήμερα. Οταν οι οικονομικές προοπτικές των ΗΠΑ παραμένουν αδύναμες και η Ε.Ε. δεν έχει ξεπεράσει ακόμα τον κίνδυνο της ύφεσης, τότε πράγματι σημαίνει ότι αυτοί οι οποίοι καθοδηγούν την οικονομική πολιτική των δύο σημαντικότερων οικονομικών πόλων δεν έχουν ιδέα για αυτό το οποίο συμβαίνει και κυρίως για το πού «πάει» η οικονομία. Αντίθετα, η εμμονή τους στην ανάλυση, αλλά και στο «ξαναπαίξιμο» σεναρίων του παρελθόντος, δημιουργεί εύλογες ανησυχίες στις αγορές, οξύνει τη μεταβλητότητα και, πιο επικίνδυνα ακόμα, αποφεύγει την αντιμετώπιση του μελλοντικού ρίσκου το οποίο δημιουργούν οι πολιτικές τους.

Το βασικό άγχος των κεντρικών τραπεζών από το 2008 είναι να μην επαναληφθεί η δεκαετία η οποία ακολούθησε το Κραχ του 1929. Η οικονομική κρίση η οποία ξεκίνησε μετά τη χρηματιστηριακή κατάρρευση εξαπλώθηκε σε ΗΠΑ και Ευρώπη, με δραματικές συνέπειες, αλλά με διαφορετικό τρόπο. Μαζικές χρεοκοπίες τραπεζών και αποπληθωρισμός ήταν τα αποτελέσματα στις ΗΠΑ, ενώ ο υπερπληθωρισμός ήταν το βασικό χαρακτηριστικό στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στη Γερμανία. Κοινό και για τις ΗΠΑ και για την Ευρώπη ήταν η δραματική αύξηση της ανεργίας. Μόνο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο επανήλθαν οι οικονομίες σε πιο ομαλή κατάσταση. Το πρόβλημα σήμερα είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες και οι κυβερνήσεις λειτουργούν κάτω από το βάρος και την επιρροή του παρελθόντος. Οι Αμερικανοί θέλουν πάση θυσία να αποφύγουν να επαναληφθούν τα επακόλουθα της κρίσης του 1929 στην αμερικανική οικονομία, ενώ οι Ευρωπαίοι, και κυρίως οι Γερμανοί, ζουν κάτω από το άγχος της επανόδου του υπερπληθωρισμού. Το πρόβλημα βέβαια είναι ότι η σημερινή κρίση είναι διαφορετική και δεν γιατρεύεται με γιατροσόφια, τα οποία ενδεχομένως να μην ήταν αποτελεσματικά ούτε και πριν από 70 χρόνια.

Στην πράξη σήμερα οι δύο σχολές αντιμετώπισης της κρίσης συσπειρώθηκαν γύρω από τους διοικητές της Fed και της ΕΚΤ. Ο πρώην διοικητής της Fed, κ. Μπ. Μπερνάνκι, από μελετητής της κρίσης του 1929, είχε την «τύχη» να βρεθεί αντιμέτωπος με μία εξίσου σημαντική κρίση, ώστε να διαπιστώσει στην πράξη την εγκυρότητα των μελετών και των βιβλίων τα οποία έχει συγγράψει για τον τρόπο εξόδου από την κρίση. Οπως είχε πει, η κρίση αντιμετωπίζεται «με ένα ελικόπτερο το οποίο σκορπάει χρήματα στην οικονομία», πράγμα και το οποίο έκανε. Τυπώνοντας δολάρια, αγόραζε κρατικά ομόλογα και χρηματοδότησε με αυτό τον τρόπο το αμερικανικό έλλειμμα του προϋπολογισμού και ενίσχυσε τη γιγάντωση του χρέους. Και τώρα η νέα επκεφαλής της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ, η Τζένετ Γέλεν καλείται να βγάλει τα… κάστανα από τη φωτιά και να συσφίξει τη νομισματική πολιτική. Όταν η Fed αυξήσει τα επιτόκια, τότε θα αποδειχθεί εάν το άφθονο χρήμα που τύπωσε ο Μπεράνκι ήταν όντως το «φάρμακο» για την επιτυχή αντιμετώπιση της χρηματοπιστωτικής κρίσης που ξεκίνησε το 2007, με την κατάρρευση της Lehman Brothers.

Στην Ευρώπη πάλι ο Μάριο Ντράγκι προχωρά στην αγορά κρατικών ομολόγων –έμμεσο «κόψιμο» χρήματος- σε μία προσπάθεια να περιορίσει την κρίση χρέους. Βεβαίως ο «σούπερ Μάριο» δέχεται ισχυρές πιέσεις από τη γερμανίδα καγκελάριο, κ. Α. Μέρκελ, η οποία έχοντας γαλουχηθεί από την προπολεμική κρίση υπερπληθωρισμού στη Γερμανία, το μόνο που έχει στο μυαλό της είναι η καταπολέμηση του πληθωρισμού. Η κ. Μέρκελ, όταν ξέσπασε και η κρίση του κρατικού χρέους στην Ευρώπη, πέτυχε, παράλληλα με τη σφιχτή νομισματική πολιτική, να επιβληθεί και περιοριστική δημοσιονομική πολιτική. Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο. Τι γίνεται αν έχουν και οι δύο άδικο;

Ιστορικά, και οι δύο σχολές έχουν δίκιο, αλλά και άδικο. Σίγουρα, η περιοριστική δημοσιονομική και νομισματική πολιτική όξυνε και παρέτεινε τη διάρκεια των επιπτώσεων του Κραχ του 1929. Ομως, το φθηνό χρήμα δημιούργησε τις συνθήκες της σημερινής κρίσης, ενώ το τύπωμα νομισμάτων για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων και του χρέους είναι μια επικίνδυνη πολιτική, για τον απλούστατο λόγο ότι είναι εύκολη στην εφαρμογή, αλλά δύσκολη στη διακοπή πριν εκτιναχθεί απροειδοποίητα και ανεξέλεγκτα ο πληθωρισμός και η χώρα έχει ήδη γίνει… Ζιμπάμπουε. Από την άλλη, η περιοριστική δημοσιονομική πολιτική, αν και «ενάρετη» στη θεωρία, στην πράξη δεν περιορίζει απλώς, αλλά πνίγει την οικονομία. Και οι δύο, όπως φαίνεται και από τα μακροοικονομικά στοιχεία, και κυρίως την ανεργία, έχουν αποτύχει οικτρά μέχρι σήμερα. Παραδόξως, το αποτέλεσμα των μακροοικονομικών πολιτικών, τόσο στην Ευρώπη όσο και στις ΗΠΑ, είναι ακριβώς το ίδιο, καθώς η ανεργία παραμένει σε ιστορικά υψηλά επίπεδα και η ανάπτυξη είναι αναιμική, παρά τη διαφορετική πολιτική η οποία ακολουθήθηκε.

Ισως το πλέον εμφανές αποτέλεσμα της αποτυχίας τόσο της Ευρώπης όσο και των ΗΠΑ να αντιμετωπίσουν την κρίση το τελευταίο sell off στις αγορές. Και μπορεί η βασική αιτία για το ξεπούλημα στα χρηματιστήρια να είναι η Κίνα, ωστόσο, αποτελεί κοινό μυστικό ότι ανησυχίες προκαλεί και η ενδεχόμενη αύξηση των επιτοκίων από την Fed. Αναλυτές και οικονομολόγοι προειδοποιούν πως η αμερικανική οικονομία δεν είναι ακόμα τόσο ισχυρή ώστε η Fed nνα προχωρήσει σε σύσφιξη της νομισματικής της πολιτικής. Αποδεικνύεται επομένως ότι η υπέρμετρη χαλάρωση στις ΗΠΑ, δεν βοήθησε την πραγματική οικονομία να ανακάμψει πραγματικά. Ακριβώς το ίδιο ισχύει και για την Ευρώπη, όπου ο οικονομικός στραγγαλισμός διατηρεί εύθραυστες τις οικονομικές προοπτικές. Αυτό που υποστηρίζουν οι οικονομολόγοι είναι πως οι πολιτικές των κεντρικών τραπεζών αποδυναμώνουν  τις3 βάσεις της οικονομίας και δημιουργούν συνθήκες μια νέας κρίσης. Μια κρίση η οποία θα ξεκινήσει από το ρίσκο το οποίο δημιουργούν οι ίδιες οι κεντρικές τράπεζες, οι οποίες αντί να αντιμετωπίζουν την πραγματική κρίση στην οικονομία, παλεύουν ακόμα με τα φαντάσματα του παρελθόντος.

www.sofokleousin.gr

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *