Εδώ και αρκετούς μήνες ηχούν καμπανάκια κινδύνου για το τραπεζικό σύστημα και την «υγεία» που εκπέμπει. Οχι λόγω δικών του λαθών όσο εξαιτίας της αβεβαιότητας για το μέλλον της οικονομίας.
Είθισται, για λόγους άκρως λαϊκίστικους, ορισμένοι να υποστηρίζουν ότι πάντα διασώζονται οι τράπεζες σε βάρος των πολιτών. Ταυτόχρονα, κανείς δεν εξηγεί στους πολίτες ότι η κατάρρευση του συστήματος θα προκαλούσε στη συνέχεια και ένα ντόμινο στην οικονομία, στην καθημερινότητα, στις επιχειρήσεις. Λίγες ημέρες έμειναν κλειστές οι τράπεζες το 2015 και «πάγωσε» όλη η οικονομική δραστηριότητα.
Είναι, λοιπόν, περισσότερο αγωνιώδες από ποτέ το μήνυμα που εκπέμπουν οι τραπεζίτες, ο κ. Στουρνάρας, οι διεθνείς οίκοι, οι επιχειρηματίες, οι εργαζόμενοι στις τράπεζες. Πρέπει να αρθεί η αβεβαιότητα για να σταθεροποιηθεί και το σύστημα. Αλλιώς, θα υπάρξουν κλυδωνισμοί και πολύ επικίνδυνες εξελίξεις.
Τα κόκκινα δάνεια αυξάνονται με γεωμετρική ταχύτητα, αφού κανείς δεν πληρώνει περιμένοντας «κουρέματα» ή ευνοϊκές ρυθμίσεις. Ταυτόχρονα οι καταθέσεις μειώνονται σημαντικά, αποστερώντας από τις τράπεζες ρευστό που θα μπορούσε να κατευθυνθεί στην πραγματική οικονομία. Η παράταση αυτής της κατάστασης θα οδηγήσει σε δύο κατευθύνσεις:
Η πρώτη είναι να ζητήσει η Ελλάδα αύξηση του ELA από την ΕΚΤ. Επομένως, χάνεται και η τελευταία ελπίδα εξόδου στις αγορές και δανειοδότησης με χαμηλά επιτόκια.
Η δεύτερη είναι το bail in. Είτε αυτό γίνει τώρα είτε με τα επόμενα stress tests, το 2018, η ουσία είναι ότι θα κινδυνεύσουν οι εναπομείνασες καταθέσεις με «κούρεμα». Το κυριότερο είναι, όμως, ότι θα καταρρεύσει η εμπιστοσύνη στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και τράπεζες θα γίνουν τα… στρώματα των πολιτών.
Απαιτείται, λοιπόν, περαιτέρω θωράκιση του τραπεζικού συστήματος και αποφυγή μιας ακόμη κρίσης, η οποία δεν θα είναι τραπεζική (όπως και οι προηγούμενες) αλλά θα είναι «θανατηφόρα».