Για «ξέπλυμα χρήματος» όσοι χρωστούν πάνω από 50.000 ευρώ στην εφορία

«Βασικό αδίκημα» που μπορεί να συνδεθεί με διώξεις για «ξέπλυμα» μαύρου χρήματος θεωρεί πλέον η εφορία το να έχει κάποιος ληξιπρόθεσμα χρέη προς το Δημόσιο. Στοχοποιούνται όμως έτσι και ιδιοκτήτες ακινήτων που δεν έχουν ρευστό για να πληρώνουν φόρους και χαράτσια, ή και όσοι «ενοχοποιούνται» για αδικαιολόγητο πλουτισμό μέσω των έμμεσων τεχνικών ελέγχου (δηλαδή με διασταυρώσεις εξ αποστάσεως και χωρίς να έχει πιαστεί κανείς σε φορολογικό έλεγχο πχ για μη έκδοση αποδείξεων, εικονικά τιμολόγια κλπ).

Με εγκύκλιο της Γενικής Γραμματείας Δημοσίων Εσόδων, ενεργοποιείται διάταξη του νέου Κώδικα Φορολογικών Διαδικασιών, με βάση την οποία στο εξής θα θεωρούνται ύποπτοι για ξέπλυμα βρώμικου χρήματος:

– όσοι φορολογούμενοι έχουν καθυστερήσει για περισσότερους από 4 μήνες να καταβάλουν στο Δημόσιο ληξιπρόθεσμα χρέη άνω των 50.000 ευρώ,
– όσοι έχουν καθυστερήσει πέραν του τετραμήνου να εξοφλήσουν ποσά άνω των 10.000 ευρώ προς το Δημόσιο και ταυτόχρονα έχουν διαπράξει παραβάσεις μεγάλης φοροδιαφυγής συνολικού ύψους άνω των 40.000 ευρώ.

Οι φορολογικές αρχές, δηλαδή τα Ελεγκτικά Κέντρα και οι Δ.Ο.Υ., εφόσον διαπιστώνουν τέτοιου είδους αδικήματα οφείλουν να αποστέλλουν σχετικές αναφορές στην Αρχή για την Καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες προκειμένου να επιληφθεί για περαιτέρω έρευνες που μπορεί να εκτείνονται και μέχρι το άνοιγμα των τραπεζικών λογαριασμών των οφειλετών και τον εξονυχιστικό έλεγχο των κινήσεων (αναλήψεων-καταθέσεων).

Σύμφωνα με την εγκύκλιο του υπουργείου Οικονομικών, από την 1η-1-2014 ως «βασικό αδίκημα» που μπορεί να συνδεθεί με πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες θεωρείται πλέον και το αδίκημα της μη καταβολής χρεών προς το Δημόσιο, εφόσον το μη καταβληθέν ποσό υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ και υπό την προϋπόθεση ότι έχουν διαπραχθεί ταυτόχρονα και αδικήματα μεγάλης φοροδιαφυγής συνολικού ύψους τουλάχιστον 40.000 ευρώ.

Ποια «αδικήματα» θεωρούνται «ξέπλυμα»

Ειδικότερα, όπως διευκρινίζεται στην εγκύκλιο:

1) Τα «βασικά αδικήματα» που μπορούν να συνδεθούν από τις φορολογικές αρχές με πράξεις νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες είναι, από την 1η-1-2014, τα ακόλουθα:

α) Αδικήματα μεγάλης φοροδιαφυγής:

i) Μη υποβολή δήλωσης ή υποβολή ανακριβούς δήλωσης φορολογίας εισοδήματος, εφόσον ο φόρος που αναλογεί στα καθαρά εισοδήματα που έχουν αποκρυβεί υπερβαίνει σε κάθε διαχειριστική περίοδο το ποσό των 15.000 ευρώ, καθώς και η αποφυγή πληρωμής φόρου πλοίων.

ii) Μη απόδοση ή ανακριβής απόδοση Φ.Π.Α., παρακρατούμενων και επιρριπτόμενων φόρων, τελών ή εισφορών, εφόσον το προς απόδοση ποσό του κύριου φόρου, τέλους ή εισφοράς ή το ποσό του Φ.Π.Α. που συμψηφίστηκε ή δεν αποδόθηκε ή αποδόθηκε ανακριβώς, υπερβαίνει τις 3.000 ευρώ σε ετήσια βάση.

iii) Έκδοση ή αποδοχή εικονικών φορολογικών στοιχείων για ανύπαρκτη συναλλαγή στο σύνολό της ή για μέρος αυτής, εφόσον η συνολική αξία των εικονικών φορολογικών στοιχείων υπερβαίνει το ποσό των 3.000 ευρώ, καθώς και μη έκδοση ή ανακριβής έκδοση στοιχείων καθ’ υποτροπή εντός χρονικού διαστήματος 3 ετών από τον εντοπισμό της παράβασης αυτής για πρώτη φορά.

β) Μη καταβολή χρεών προς το Δημόσιο, εφόσον το συνολικό χρέος από κάθε αιτία, συμπεριλαμβανομένων των κάθε είδους τόκων ή προσαυξήσεων μέχρι την ημερομηνία σύνταξης του πίνακα χρεών, υπερβαίνει τις 10.000 ευρώ, με την εξαίρεση της μη καταβολής χρεών που προκύπτουν από χρηματικές ποινές ή πρόστιμα που επιβλήθηκαν από τα δικαστήρια ή από διοικητικές αρχές.

2) Τα ελεγκτικά κέντρα και οι Δ.Ο.Υ., όταν διαπιστώνουν περιπτώσεις παραβάσεων της φορολογικής νομοθεσίας, καθώς και των λοιπών αδικημάτων αρμοδιότητάς τους που υπάγονται στα παραπάνω «βασικά αδικήματα», οφείλουν να υποβάλλουν αναφορές στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες ενημερώνοντας συγχρόνως και τη Γενική Διεύθυνση Φορολογικών Ελέγχων και Είσπραξης Δημοσίων Εσόδων, εφόσον το ποσό των παραβάσεων όλων των παραπάνω αδικημάτων υπερβαίνει αθροιστικά τις 50.000 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι η ύπαρξη ληξιπρόθεσμου χρέους από 10.001 έως 50.000 ευρώ, που έχει καθυστερήσει να εξοφληθεί για πάνω από 4 μήνες δεν αρκεί από μόνη της ως «παράβαση» να οδηγήσει τις φορολογικές αρχές στην υποβολή αναφοράς σε βάρος του οφειλέτη. Για να υποβληθεί αναφορά θα πρέπει ο οφειλέτης να βαρύνεται και με ένα ή περισσότερα από τα παραπάνω αναφερθέντα αδικήματα φοροδιαφυγής και το συνολικό ποσό των παραβάσεών του να υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ.

3) Οι αναφορές δεν θα αποστέλλονται σε κάθε περίπτωση που ο υπόχρεος καταβάλει το φόρο που του καταλογίστηκε στα πλαίσια του φορολογικού ελέγχου, εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας των 30 ημερών.

4) Εφόσον ασκηθεί ενδικοφανής προσφυγή, δεν θα αποστέλλεται αναφορά μόνο σε περίπτωση αποδοχής από τον υπόχρεο της απόφασης απόρριψης ή της σιωπηρής απόρριψης της προσφυγής. Αντίθετα, θα αποστέλλεται αναφορά σε περίπτωση μη αποδοχής από τον υπόχρεο της απόφασης απόρριψης της προσφυγής, δηλαδή σε περίπτωση μη καταβολής καταλογισθέντων ποσών ή προσφυγής στα διοικητικά δικαστήρια.

5) Αναφορά δεν θα αποστέλλεται στις περιπτώσεις όπου από τον έλεγχο προκύπτουν διαφορές φόρου εισοδήματος που οφείλονται σε συνήθεις λογιστικές διαφορές, όπως επίσης και στις περιπτώσεις εξωλογιστικού προσδιορισμού των αποτελεσμάτων, όπου οι διαφορές φόρων δεν συνδέονται με αποδεδειγμένη πραγματική απόκρυψη. Αντίθετα, θα διαβιβάζονται αναφορές στις περιπτώσεις εξωλογιστικού προσδιορισμού λόγω μη επίδειξης βιβλίων και στοιχείων στον έλεγχο ή μη τήρησης αυτών.

6) Σε περιπτώσεις εφαρμογής των εμμέσων τεχνικών ελέγχου για τον προσδιορισμό της φορολογητέας ύλης, θα αποστέλλεται αναφορά στις περιπτώσεις πραγματικής απόκρυψης εισοδήματος που διαπιστώνεται κατά την ελεγκτική διαδικασία, εφόσον το ποσό του αναλογούντος φόρου υπερβαίνει τις 50.000 ευρώ.

Οδηγίες από τη Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων

Οδηγίες για τη συνεργασία ΔΟΥ και ελεγκτικών κέντρων με την Αρχή καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες και της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας έδωσε η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων.

Σύμφωνα με σχετική εγκύκλιο, ΔΟΥ και ελεγκτικά κέντρα, όταν διενεργούν φορολογικό έλεγχο σε υπόχρεα πρόσωπα αρμοδιότητας της Γενικής Διεύθυνσης Φορολογικής Διοίκησης, οφείλουν υποχρεωτικά και ταυτόχρονα με το φορολογικό έλεγχο, να διενεργούν και έλεγχο εκπλήρωσης των υποχρεώσεων που απορρέουν από τις διατάξεις του νόμου για την καταστολή της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες.

Στις περιπτώσεις διενέργειας φορολογικών ή τελωνειακών ελέγχων και κατά τη διαδικασία είσπραξης χρεών, η Γενική Γραμματεία Δημοσίων Εσόδων δύναται να ζητά και να λαμβάνει από την Αρχή καταστολής της νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες κάθε διαθέσιμη σε αυτήν πληροφορία που είναι πιθανό να σχετίζεται με το διενεργούμενο έλεγχο ή με την επιδιωκόμενη είσπραξη χρέους του υπόχρεου. Πάντως, η Αρχή δύναται να αποφασίσει να μην παράσχει τις πληροφορίες, εάν η παροχή των πληροφοριών θα έθετε σε κίνδυνο μια συνεχιζόμενη έρευνα της Αρχής. Αυτή η άρνηση όμως δεν μπορεί να υπερβεί χρονικά τους έξι μήνες.

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *