Νόμος 4055/2012 για την “Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής”: Τροποποίηση πειθαρχικού δικαίου δικαστών. ΤΡΕΜΕΙ το Σύστημα τους «κατώτερους» δικαστές…

Γράφει ο Θανάσης Αλαμπάσης

Πειθαρχικά παραπτώματα των δικαστών σύμφωνα με το άρθρο 91 του ν. 1756/1988 (προϊσχύουσα μορφή της διάταξης).

Πειθαρχικά παραπτώματα των δικαστών όπως το παραπάνω άρθρο αντικαταστάθηκε προχθές με το άρθρο 106 του ν. 4055/2012 για την “Δίκαιη δίκη και εύλογη διάρκεια αυτής” ή ορθότερα την «απαγόρευση πρόσβασης σε δίκαιη δίκη με τοκογλυφική χρέωση του καταλοίπου του λογαριασμού (π.χ τραπεζικό δάνειο) αν ο οφειλέτης αντί να πάει γονατιστός και να συμβιβαστεί, τολμήσει και ασκήσει ανακοπή κατά διαταγής πληρωμής (π.χ της τράπεζας)», κουβέντα όμως που θα κάνουμε σε άλλο ποστ.

Συγκρίνοντας τα δυο νομοθετήματα, η αλήθεια είναι ότι δεν θα δεις εμφανείς αλλαγές. Τυπώνοντας τα όμως και συγκρίνοντάς τα λέξη προς λέξη, θα παρατηρήσεις  κάποιες (ψιλο)συμπληρώσεις και κάποιες (ψιλο)απαλείψεις…

Παραθέτω παρακάτω την προϊσχύουσα μορφή με τις συμπληρώσεις που ψηφίστηκαν προχθές (με κεφαλαία και κίτρινο χρώμα επισήμανσης κειμένου) και τις απαλείψεις (με διακριτή διαγραφή). Όπου δεν υπάρχει χρώμα επισήμανσης κειμένου, η διάταξη έχει μείνει στην ουσία της απαράλλακτη.  Σχολιασμός παρατίθεται μέσα στις αγκύλες.

Πειθαρχικά παραπτώματα δικαστικού λειτουργού

1. Πειθαρχικό παράπτωμα συνιστά κάθε υπαίτια και καταλογιστή πράξη ενέργεια ή ΠΑΡΑΛΕΙΨΗ συμπεριφορά εν γένει  του  δικαστικού λειτουργού  εντός ή εκτός υπηρεσίας, εφ` όσον αντίκειται προς τις υποχρεώσεις που απορρέουν  από το  Σύνταγμα και τις κείμενες διατάξεις ή είναι ασυμβίβαστη προς το αξίωμα του και θίγει το κύρος του ή το κύρος της δικαιοσύνης [Ποιες παραλείψεις (!!!) δικαστών φοβάστε παιδιά? Μήπως εννοείτε παράλειψη συμμόρφωσης στις διαταγές του Τσάρου?].

2. Οι ειδικότερες υποχρεώσεις των δικαστικών λειτουργών καθορίζονται  από τις διατάξεις που αναφέρονται στην απονομή  της  δικαιοσύνης,  την  εσωτερική  οργάνωση  και  λειτουργία των δικαστηρίων και την κατάστασή  τους ως δικαστικών λειτουργών.

3. Πειθαρχικά παραπτώματα του δικαστικού λειτουργού συνιστούν ιδίως:

α) πράξεις που μαρτυρούν έλλειψη πίστης και αφοσίωσης προς  την πατρίδα  και το δημοκρατικό  πολίτευμα  της  Χώρας  ή υπονομεύουν τη  δημοκρατική νομιμότητα και η συμμετοχή του σε πράξεις που οδηγούν στην κατάλυση της δημοκρατικής νομιμότητας [απαλείφθηκε ως προφανής περιττολογία δεδομένου ότι μια ήδη καταλυμένη νομιμότητα δεν θα μπορούσε να  κινδυνεύσει από  τυχόν πράξεις των δικαστών… «Κινδυνεύει» αντίθετα μόνο από πράξεις (δικαστών) προς την κατεύθυνση της ανόρθωσης. Εξ ου και η προσθήκη της λέξης «παράλειψη» στην παράγραφο 1. Εντύπωση πάντως προκαλεί, η απάλειψη των λέξεων «δημοκρατική νομιμότητα» αρκούμενη η ισχύουσα διάταξη σε αναφορά μόνο στο «δημοκρατικό πολίτευμα της  Χώρας». Γιατί όμως σπεύδεις να απαλείψεις τη «δημοκρατική νομιμότητα» αν όντως έχουμε  «δημοκρατικό  πολίτευμα»? Εκτός και αν μέσα σου εννοείς «τύποις δημοκρατία» οπότε σωστά σπεύδεις και απαλείφεις τη «δημοκρατική νομιμότητα» αφού αυτή την εγγυώνται πλέον θεσμικά, μόνο οι δικαστές…]

β) η συμμετοχή του σε οργάνωση της οποίας οι σκοποί είναι κρυφοί  ή  επιβάλλει στα μέλη της μυστικότητα,

γ) η χρησιμοποίηση της ιδιότητάς του για επιδίωξη ιδιοτελών σκοπών,

δ) [η τροποποίηση παραλείπεται ως άνευ σημασίας σε σχέση με  τον πραγματικό στόχο του νομοθέτη].

ε) η παράβαση της υπηρεσιακής εχεμύθειας,

στ) η αποσιώπηση νόμιμου λόγου αποκλεισμού ή εξαίρεσης,

ζ) η αναξιοπρεπής ή απρεπής εντός ή εκτός υπηρεσίας συμπεριφορά.

η) [η τροποποίηση παραλείπεται ως άνευ σημασίας σε σχέση με  τον πραγματικό στόχο του νομοθέτη].

θ) [η τροποποίηση παραλείπεται ως άνευ σημασίας σε σχέση με  τον πραγματικό στόχο του νομοθέτη].

4.  Περισσότερες  πράξεις  που  αποτελούν  εξακολούθηση  του  ίδιου  παραπτώματος θεωρούνται  ως  ενιαίο  σύνολο,  η  βαρύτητα  του  οποίου  λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό και την επιμέτρηση της ποινής.

5. Δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό:

α) η άρνηση του να εφαρμόσει διατάξεις που τίθενται κατά  κατάλυση  του συντάγματος ή είναι αντίθετες σ` αυτό.

β)  η  έκφραση γνώμης δημοσίως, εκτός αν γίνεται με σκοπό τη μείωση του κύρους της δικαιοσύνης ή υπέρ ή ΚΑΤΑ ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης.

[Η προϊσχύουσα παραπάνω μορφή του άρθρου (δεν αποτελούν πειθαρχικά παραπτώματα για το δικαστικό λειτουργό η  έκφραση γνώμης δημοσίως εκτός αν γίνεται υπέρ ορισμένου κόμματος ή άλλης ορισμένης πολιτικής οργάνωσης), ερμηνευόμενη σύμφωνα με τις συνθήκες πολιτικής σταθερότητας που επικράτησαν από τη μεταπολίτευση ως την τρέχουσα κρίση, φαίνεται πως ήταν προς τη σωστή κατεύθυνση. Εξάλλου, υπό συνθήκες ομαλότητας ο νομοθέτης ούτε μπορούσε ούτε είχε λόγο να προβλέψει την προσθήκη στη διάταξη της λέξης «ΚΑΤΑ» (ορισμένου κόμματος). Έτσι αν κάποιος δικαστής έβγαινε και εκφραζόταν δημόσια υπέρ του πα.σο.κ θα χαρακτηριζόταν απλά νεοδημοκράτης, πράγμα που για δικαστικό λειτουργό ήταν μεν ανεπίτρεπτο, ωστόσο από την πειθαρχικά ελεγχόμενη αυτή συμπεριφορά δεν κινδύνευε η σταθερότητα της -παραδοσιακά δικομματικής-  αστικής δημοκρατία μας.

Σε συνθήκες όμως συνταγματικής εκτροπής, αυτό που ο νομοθέτης φαίνεται  ότι  φοβάται και τρέχει να προλάβει,  είναι  μη τυχόν και ο δημόσιος λόγος του δικαστή στραφεί  ΚΑΤΑ του Συστήματος (σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας το «ΥΠΕΡ» φαίνεται ότι το αποκλείει)…  Συνεπώς η προσθήκη της λέξης «κατά», κινείται εμφανώς προς την κατεύθυνση της πρόληψης τυχόν έκφρασης απαξιωτικού δημόσια λόγου ΚΑΤΑ ορισμένης πολιτικής οργάνωσης (βλ. κυβέρνηση εθνικής «σωτηρίας») ή ορισμένου πολιτικού κόμματος [βλ. συνεργατικό εθνοσωτήριο κίνημα ΠΑ-ΣΟΚ – Δ.Ν (από τη κολοτούμπα του Ν.Δ)].

γ) η συμμετοχή και η ανάπτυξη δραστηριότητας σε ήδη αναγνωρισμένες  ενώσεις  δικαστών  ή  άλλα  σωματεία και η έκφραση γνώμης και κριτικής  άποψης που γίνεται στα πλαίσια της συνδικαλιστικής δραστηριότητας  συμμετοχής σε ΕΝΩΣΗ ΔΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΛΕΙΤΟΥΡΓΩΝ.

[η Ιστορία του Ελληνικού συνδικαλιστικού κινήματος είναι συνυφασμένη με αγώνες για την εδραίωση της δημοκρατίας που απολαμβάναμε μέχρι χθες. Στα αιτήματα του Συνδικαλιστικού Κινήματος, πέρα από το θέμα των αυξήσεων που συνδέεται με το χαμηλό επίπεδο των μισθών, προστίθενται μετά το 1956 αιτήματα που αμφισβητούν την κρατική πολιτική στο χώρο των νομικών ρυθμίσεων στην εργασία. Κριτήριο για το είδος και την ένταση των αγώνων του Συνδικαλιστικού Κινήματος, αποτελούσαν ανέκαθεν οι ευρύτερες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες. Είναι από αυτά προφανές, ότι η οποιαδήποτε -υπό τις παρούσες κοινωνικοοικονομικές συνθήκες- αναφορά σε «συνδικαλιστικό όργανο» δικαστών (με την ιστορική ερμηνεία του όρου), θα αποτελούσε εν δυνάμει απειλή για κάθε μελλοντική «ελληνική» κυβέρνηση… Η αναφορά τέλος, σε «ένωση δικαστών» αντί «συνδικαλιστικό όργανο δικαστών», καθορίζει εμφανώς (και) τα όρια της αντίδρασης που η πολιτεία αναμένει από τους δικαστές…].

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *