του Δημητριου Α. Μωριδη
Κανείς δεν μπορεί πλέον στην Ελλάδα να αμφισβητήσει την κατάφωρη παραβίαση του Συντάγματος, την εκχώρηση της εθνικής μας κυριαρχίας σε εγχώριους και ξένους κατακτητές και την παράδοση των χαρτοφυλακίων των Υπουργείων στους Τραπεζίτες. Δεν χωρά αμφιβολία ότι ζούμε την περίοδο της Τραπεζικής Δικτατορίας, την οποία εξυπηρετούν με αυταπάρνηση οι πολιτικοί, που επιλέξαμε να μας εκπροσωπούν.
Άπειροι νόμοι, οι οποίοι καλούνται εφαρμοστικοί των «μεταρρυθμίσεων», που επιβλήθηκαν με το έτσι θέλω στους Έλληνες και υπερψηφίστηκαν από την πλειοψηφία του Ελληνικού Κοινοβουλίου, επιβεβαιώνουν ότι στην εποχή που ζούμε εξαπολύεται απρόκλητα επίθεση σε βάρος των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ελευθεριών των πολιτών. Η Πολιτεία, ούσα παραδομένη στους Τραπεζίτες, επιβάλλει ολοένα και υψηλότερη φορολογία με παράλληλη περικοπή μισθών και συντάξεων. «Αδυνατεί» να προστατεύσει τους πολίτες από την λεηλασία των Τραπεζών απέναντι στις ιδιοκτησίες τους.
Ένας από αυτούς τους νόμους – «βούτυρο στο ψωμί» των Τραπεζών είναι και ο νόμος 4055/2012 για την «δίκαιη δίκη», ο οποίος ισχύει στο μεγαλύτερο μέρος του από την 2α Απριλίου. Με το νόμο αυτό, μεταξύ άλλων επαίσχυντων τροποποιήσεων, επιβλήθηκε η τροποποίηση του άρθρου 346 του Αστικού Κώδικα (ΑΚ), το οποίο τροποποιείται για πρώτη φορά (!) από το 1946 που ισχύει ο Κώδικας και εισάγεται ο «τόκος επιδικίας», ένα δημιούργημα – τερατούργημα της ελληνικής νομοθεσίας, το οποίο δεν υπάρχει πουθενά αλλού στα παγκόσμια νομικά δεδομένα και θα αποτελέσει εμπόδιο στους οφειλέτες να ασκήσουν το δικαστικό τους δικαίωμα και πίεση να εξαναγκαστούν να συμφωνήσουν με τους όρους των τραπεζών και των άλλων πιστωτών.
Αναλυτικότερα με την επιβολή του τόκου επιδικίας οι οφειλέτες υποχρεώνονται να δεχτούν άνευ όρων τις αξιώσεις των τραπεζών και των λοιπών πιστωτών. Σε περίπτωση που ο πιστωτής (τράπεζα ή άλλος ιδιώτης) προχωρήσει σε αγωγή ή διαταγή πληρωμής σε βάρος του οφειλέτη, ο τελευταίος θα τιμωρείται, με βάση την τροποποίηση του συγκεκριμένου άρθρου του Αστικού Κώδικα, και θα είναι αναγκασμένος να καταβάλλει και επιπλέον τόκους -εκτός από τους συμβατικούς και τους τόκους υπερημερίας-, οι οποίοι ονομάζονται «τόκοι επιδικίας», ακόμη κι αν ο οφειλέτης κερδίσει την υπόθεση, οι οποίοι αρχίζουν και «τρέχουν» από τη στιγμή που επιδίδει ο πιστωτής την αγωγή ή τη διαταγή πληρωμής για το ληξιπρόθεσμο χρέος και το ύψος τους φτάνει τις δύο εκατοστιαίες μονάδες, αν η υπόθεση ολοκληρωθεί στο πρωτοδικείο, ή το 3%, σε περίπτωση που συνεχιστεί και στο εφετείο.
Σύμφωνα με την τροποποίηση του εν λόγω άρθρου του ΑΚ, αν ο οφειλέτης σταματήσει την αντιδικία με τον πιστωτή, συμβιβαστεί (!), δηλαδή, με τις όποιες αξιώσεις του τελευταίου και δεν κινηθεί δικαστικά -δεν ασκήσει, δηλαδή, ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής-, τότε «γλιτώνει τους τόκους επιδικίας».
Η τροποποίηση φαίνεται να είναι και αντισυνταγματική, διότι περιορίζει το δικαίωμα του πολίτη να προσφύγει στη Δικαιοσύνη, καθώς του θέτει πολύ μεγάλο δίλημμα για το αν πρέπει να προσφύγει στη Δικαιοσύνη ή όχι, διότι στο τέλος μπορεί να έχει μεγαλύτερη επιβάρυνση. Ακόμη κι αν από τα δικαστήρια μειωθεί το χρέος, πάλι ο οφειλέτης θα πρέπει να πληρώσει τόκο επιδικίας, αφού θα υπάρχει κάποια οφειλή.
Η Πολιτεία σε αυτήν τη δύσκολη οικονομική κατάσταση, που η ίδια δημιούργησε, αφήνει τους πολίτες της έρμαιο στα νύχια των αρπακτικών, που δεν θα διστάσουν – μέσω της Τρόικας – να απαιτήσουν και το «ξεπάγωμα» της αναστολής των πλειστηριασμών με το πρόσχημα της ανάπτυξης του τόπου (;). Πόσο ακόμη θα ανεχόμαστε αυτούς που δέκα χρόνια πριν κυνηγήθηκαν στην Αργεντινή; Μήπως έφτασε η ώρα;
Καλημέρα! Εφευρέθη η λογική (που παρά τα λεγόμενα δεν είναι και τόσο κοινή). Η λογική αυτή, η δική μου… ξέρετε τώρα, λέει πως αν το τραπεζικό σύστημα νομίζει πως θα κοιμίσει το πνεύμα μου, θα πνίξει τη φωνή μου, θα καθυποτάξει την επανάσταση μου, ή θα σταματήσει “τα γαλλικά μου” τότε ας αλλάξει πλευρό να μην πιαστεί μονόπαντα. Δε φοβάμαι πια! Κάποτε ίσως. Τότε που με ενδιέφερε η ζωούλα μου, το σπιτάκι μου, η δουλίτσα μου, ο μισθούλης μου, η συνταξούλα μου. Όλα υποκοριστικά γιατί έτσι με γαλουχίσατε κύριε σύστημα. Εγώ όμως που είμαι δυο χαρές γυναικάρα δεν χωράω με τίποτα στα υποκοριστικά. Εκ των πραγμάτων πρέπει να βγω. Και κοντεύω ξέρετε. Αντί να προσπαθώ να μικρύνω στο μέγεθος αμοιβάδας για να χωρέσω στη “θεσούλα” μου στο σύστημα γιγαντώνομαι για να σπάσω το κλουβί μου. Δεν με ενδιαφέρει η ένταξη στο μικρόκοσμο σας. Δεν με αγκαλιάζει κάθε βράδυ η εξώπορτα και δε μου φωνάζουν τα τούβλα “σ’ αγαπώ”. Τα αντικείμενα είναι μόνο για χρήση. Δεν με καθορίζουν πια και σας ευχαριστώ που ξαφνικά μας ξυπνήσατε όλους “πυξ-λαξ”. Οφείλω όμως να ομολογήσω πως με κρατάτε ακόμα από το νύχι του μικρού μου δακτύλου (του ποδιού) γιατί αυτά τα προς χρήση τούβλα με στεγάζουν ακόμα. Αν το στερήσετε και αυτό φοβάμαι πως θα βρεθείτε σε πορεία σύγκρουσης μαζί μου, μαζί μας. Και δεν εννοώ σύγκρουση ανάλατη σαν αυτές τις δικές σας του Παπαδήμου. Εννοώ σαν αυτές τις δικές μας τις λυσσαλέες, με τις βενζίνες τους, με τους δυναμίτες τους, με τα κορακοκάναλα, με τα όλα τους.