“ΠΡΙΝ ΑΠΟ ΕΞΗΝΤΑ ΧΡΟΝΙΑ, ο Κέινς είχε προβλέψει τι χρειαζόμασταν. Ήταν, όμως, πολύ νωρίς. Έχει έλθει πλέον η ώρα να κάνουμε πράξη την πρότασή του. Και πιστεύω ότι είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε!”. Τάδε έφη Ντομινίκ Στρος-Καν στις αρχές του 2011. Λίγους μήνες μετά θα εξαφανιζόταν από τη θέση του στο ΔΝΤ και, γενικότερα, από τη δημόσια σφαίρα. Τι εννοούσε και γιατί έχει σημασία; Και γιατί ο τίτλος μου μιλάει για το χρέος της κ. Λαγκάρντ (και μάλιστα διπλό) στον Κέινς; Η απάντηση θυμίζει μυθιστόρημα του Τζον Λε Καρέ με ολίγη από οικονομική θεωρία.
Ο Στρος-Καν αναφερόταν στη διαμάχη, εν έτει 1944, μεταξύ του ΤζονΜέιναρντ Κέινς (που εκπροσωπούσε την φθίνουσα Βρετανία) και του Χάρι ΝτέξτερΓουάιτ (τον εκπρόσωπο της ανερχόμενης υπερδύναμης, των ΗΠΑ) στη συνδιάσκεψη του Bretton Woods, όπου σχεδιάστηκε η παγκόσμια νομισματική ένωση της μεταπολεμικής εποχής με επίκεντρο το δολάριο. Ποιο το αντικείμενο της διαμάχης των δύο ανδρών;
Κέινς και Γουάιτ συμφωνούσαν σε ένα πράγμα (το οποίο σήμερα, παρεμπιπτόντως, η Γερμανία αρνείται να κατανοήσει): η σταθερότητα και ευημερία της παγκόσμιας οικονομίας απαιτεί τη συστηματική ανακύκλωση των πλεονασμάτων των πλεονασματικών χωρών υπό μορφήν παραγωγικών επενδύσεων στις ελλειμματικές χώρες (έτσι ώστε ν’ αναπαράγεται η ζήτηση για τα αγαθά των πλεονασματικών).
Το 1944, η μόνη χώρα με μεγάλα πλεονάσματα ήταν η Αμερική. Άρα, ο Βρετανός και ο Αμερικανός συμφωνούσαν στην ανάγκη της ανακύκλωσης των κερδών των αμερικανικών επιχειρήσεων. Διαφωνούσαν όμως στο πώς θα γινόταν η ανακύκλωση αυτή. Ο Κέινς επέμενε ότι την ανακύκλωση έπρεπε να την αναλάβει ένας παγκόσμιος οργανισμός, κάτι σαν μια παγκόσμια κεντρική τράπεζα, με ισότιμη εκπροσώπηση όλων των δυτικών χωρών. Ο Γουάιτ δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα. Επέμενε πως τα πλεονάσματα ήταν αμερικανικά και, συνεπώς, την ανακύκλωσή τους (π.χ. το Σχέδιο Μάρσαλ που ακολούθησε) θα τη διαχειρίζονταν οι ΗΠΑ μόνες τους, χωρίς να δίνουν αναφορά σε κανέναν.
Επρόκειτο για τιτάνια διαμάχη μεταξύ δύο σπουδαίων προσωπικοτήτων στην οποία, το 1944, επικράτησε ο Αμερικανός λόγω της συντριπτικής διαφοράς «δυναμικού» εντός της αναδυόμενης νέας τάξης πραγμάτων των χωρών που εκπροσωπούσαν. Αντί, λοιπόν, για την ιδέα του Κέινς περί μιας παγκόσμιας κεντρικής τράπεζας, που θα διοχέτευε τα αμερικανικά πλεονάσματα στις ελλειμματικές (κατεστραμμένες από τον πόλεμο) οικονομίες της Ευρώπης και της Ιαπωνίας, επικράτησε το σχέδιο του Γουάιτ: μετατροπή του δολαρίου στο ένα και μοναδικό διεθνές νόμισμα (το μόνο μετατρέψιμο σε χρυσό), αποκλειστική ανακύκλωση των πλεονασμάτων από την αμερικανική κυβέρνηση και ίδρυση του ΔΝΤ, που ναι μεν θα λειτουργούσε ως μια παγκόσμια πηγή δανείων για ξένα κράτη, αλλά μόνο στην περίπτωση που χρειάζονται δάνεια για να κρατήσουν σταθερή την ισοτιμία τους με το δολάριο (κάτι σαν Μνημόνιο δηλαδή).
Ως «δωράκι» στους Βρετανούς, που θα τους έδινε τη δυνατότητα μιας «αξιοπρεπούς» υποχώρησης, οι Αμερικανοί πρότειναν τη δημιουργία μιας κατ’ όνομα παγκόσμιας τράπεζας από τον Κέινς. Καθώς όμως η τράπεζα αυτή, την οποία ονόμασαν Παγκόσμια Τράπεζα Ανοικοδόμησης και Ανάπτυξης, θα χρηματοδοτούσε έργα ανοικοδόμησης με ποσά πολύ μικρά, για ν’ ανακυκλώνει ουσιαστικά, όπως ήθελε ο Κέινς, τα παγκόσμια πλεονάσματα, ήταν ξεκάθαρο ότι στόχος της δημιουργίας της Παγκόσμιας Τράπεζας από τις ΗΠΑ, και τον Γουάιτ, δεν ήταν άλλος από το να βγάλουν τον Κέινς από τη μέση, δίνοντάς του ένα «παιχνιδάκι» ν’ ασχολείται.
Το «σχέδιο» προχωρούσε καλά, με τον Γουάιτ στο επίκεντρο του ισχυρότατου ΔΝΤ και τον Κέινς παραγκωνισμένο στην Παγκόσμια Τράπεζα, έως ότου παρά λίγο να έρθει εκ των έσω η «καταστροφή» για τα αμερικανικά σχέδια: το FBI του Τζέι Έντγκαρ Χούβερ διεμήνυσε στον υπουργό Εξωτερικών Τζέιμς Μπερνςότι ο Γουάιτ «ελεγχόταν» ως Σοβιετικός κατάσκοπος. Στο μεταξύ, όμως, η Γερουσία είχε μόλις ορίσει (5η Φεβρουαρίου 1946) τον Γουάιτ υποψήφιο από την πλευρά των ΗΠΑ πρόεδρο για το νεοσύστατο, και ισχυρό, ΔΝΤ.
ΟΤΑΝ Ο ΧΟΥΒΕΡ ΚΑΙ Ο ΜΠΕΡΝΣ επισκέφτηκαν τον Πρόεδρο Τρούμαν, ζητώντας την αποπομπή του Γουάιτ, εκείνος δίστασε. Δεν εμπιστευόταν τον Χούβερ, αλλά καταλάβαινε ότι βρισκόταν μπροστά σε εν δυνάνει μείζον σκάνδαλο, αν τελικά ο Αμερικανός υποψήφιος για την προεδρία του ΔΝΤ αποδεικνυόταν… Σοβιετικός πράκτορας. Από την άλλη, η ξαφνική εξαφάνιση του βασικού διαπραγματευτή των ΗΠΑ στο Bretton Woods θα κινούσε την περιέργεια πολλών και θα ήταν αδύνατον να κρατηθεί μυστική η κατηγορία του Χούβερ εναντίον του Γουάιτ.
Έτσι, ο Τρούμαν βρήκε την εξής «χρυσή τομή»: το ΔΝΤ δεν θα είχε πρόεδρο και ο Γουάιτ θα διοριζόταν στη θέση του εκτελεστικού διευθυντή, θέση υποδεέστερη εκείνης του γενικού διευθυντή. Το πρόβλημα όμως ήταν ότι, αν διόριζαν έναν άλλον Αμερικανό σε θέση υψηλότερη του Γουάιτ, και πάλι θα ετίθετο το ερώτημα: γιατί υποβαθμίσατε τον οραματιστή του ΔΝΤ, που έως πρότινος ήταν υποψήφιος για την προεδρία του; Ο Πρόεδρος αποφάσισε να μη διακινδυνεύσει μια τέτοια συζήτηση. Και τι έκανε για να την αποφύγει; Ανακοίνωσε ότι γενικός διευθυντής του ΔΝΤ θα είναι… Ευρωπαίος. Όχι όμως γενικά Ευρωπαίος, καθώς, σε αυτή την περίπτωση, θα ήταν αναγκασμένος να διορίσει τον Κέινς, που ήταν, προφανώς, ο πιο αρμόδιος και με προσόντα υπεράνω αμφισβήτησης, αλλά Ευρωπαίος από την… Ηπειρωτική Ευρώπη, ως μια κίνηση «σεβασμού» προς τις χώρες που είχαν πληγεί από τη ναζιστική εισβολή.
Ως αντάλλαγμα γι’ αυτήν τη μεγάλη «θυσία», ο Αμερικανός Πρόεδρος απαίτησε (και, βεβαίως, πέτυχε) η προεδρία της Παγκόσμιας Τράπεζας να δίνεται σε Αμερικανό υποψήφιο. Έτσι κατάφερε και να υποβαθμίσει τον Γουάιτ και να βγάλει εντελώς εκτός της σκακιέρας τον Κέινς (ο οποίος το φυσούσε και δεν κρύωνε). Κάπως έτσι οι δυο αρχιτέκτονες του παγκόσμιου μεταπολεμικού οικονομικού συστήματος έμειναν εκτός της ηγεσίας των δύο θεσμών που σχεδίασαν και των οποίων ήταν σίγουρο, έως πρότινος, ότι θα ηγούνταν.
Ο ΚΕΙΝΣ ΠΑΡΕΜΕΙΝΕ ΓΙΑ ΛΙΓΟ εκπρόσωπος της Βρετανίας και στους δύο οργανισμούς, χωρίς βέβαια καμία ουσιαστική εξουσία. Γενικός διευθυντής του ΔΝΤ έγινε ένας άχρωμος Βέλγος (ονόματι Καμίγ Γκιτ), ενώ ο ΑμερικανόςΓιουτζίν Μέγιερ ήταν ο πρώτος πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας. Όσο για τον Γουάιτ, παραιτήθηκε από το ΔΝΤ το 1947, λίγο πριν κατηγορηθεί επίσημα για κατασκοπία και παρουσιαστεί, υπερασπιζόμενος τον εαυτό του, στις γνωστές «δίκες» του γερουσιαστή Μακάρθι. Μερικές μέρες αργότερα πέθανε από συγκοπή.
Να, λοιπόν, πώς προέκυψε η «παράδοση» το ΔΝΤ να έχει γενικό διευθυντή από την ηπειρωτική Ευρώπη και η Παγκόσμια Τράπεζα Αμερικανό. Αν δεν ετίθετο ως κορυφαία προτεραιότητα της Ουάσινγκτον το να κρατηθεί ο Κέινς μακριά από την ηγεσία του ΔΝΤ, λόγω της επικίνδυνης ιδέας του για έναν σαφώς ορισμένο μηχανισμό ανακύκλωσης των παγκόσμιων πλεονασμάτων, η κ. Λαγκάρντ δεν θα ήταν σήμερα γενική διευθύντρια του ΔΝΤ. Στην θέση της θα βρισκόταν άτομο με αμερικανική υπηκοότητα και προφορά.
Γιατί όμως μιλώ για διπλό χρέος της Λαγκάρντ στον Κέινς; Σας παραπέμπω στην αρχή του άρθρου, στη ρήση του προηγούμενου γενικού διευθυντή του ΔΝΤ, η αποκαθήλωση του οποίου ήταν καταλυτική για την αναρρίχηση της κ. Λαγκάρντ στη θέση αυτή. Δηλώνοντας ότι ο Κέινς είχε δίκιο, στην αντιπαράθεσή του με τον Γουάιτ, και λέγοντας ότι «έχει έλθει πλέον η ώρα να κάνουμε πράξη την πρότασή του. Και πιστεύω ότι είμαστε έτοιμοι να προχωρήσουμε!» θύμωσε πολύ κόσμο στη μεγάλη χώρα της άλλης όχθης του Ατλαντικού.
Αν και δεν έχω πολλές αμφιβολίες ότι πρόκειται για γλοιώδη κύριο που αυτο-καταστράφηκε, παρ’ όλα αυτά δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι η Πτώση του, και συνεπώς η Άνοδος της κ. Λαγκάρντ, ήταν παντελώς άσχετη με τη ρήση του αυτή υπέρ της επιστροφής του ΔΝΤ στον δρόμο που πρότεινε ο Κέινς – μια πρόταση που έθεσε τον ίδιο τον Κέινς στο περιθώριο των εξελίξεων.