ΜΠΟΡΟΥΝ ΟΙ ΤΡΑΠΕΖΕΣ ΝΑ ΠΡΟΒΑΙΝΟΥΝ ΣΕ ΚΑΤΑΣΧΕΣΗ ΜΙΣΘΟΥ Ή ΣΥΝΤΑΞΗΣ ΓΙΑ ΟΦΕΙΛΕΣ ΠΡΟΣ ΑΥΤΕΣ;

Με δεδομένη τη δύσκολη οικονομική συγκυρία και το ολοένα αυξανόμενο φαινόμενο δανειολήπτες να μην μπορούν να είναι συνεπείς με την ομαλή αποπληρωμή των δανείων ή των πιστωτικών καρτών τους, ανακύπτει το ζήτημα της κατάσχεσης από τις Τράπεζες, συνήθως με τη μορφή της αυτόματης παρακράτησης, της δόσης του δανείου από το μισθό ή τη σύνταξη του δανειολήπτη. Ωστόσο, σε ποιο βαθμό αυτό είναι νόμιμο;

Πρόσφατα έγινε γνωστό ότι επιβλήθηκε πρόστιμο συνολικού ύψους 260.000 ευρώ σε τρία πιστωτικά ιδρύματα για την πρακτική αυτή.

Σύμφωνα με τη νομοθεσία, και συγκεκριμένα σύμφωνα με το άρθρο 982 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, αναφορικά με την κατάσχεση εις χείρας τρίτου, εξαιρούνται από την κατάσχεση, μεταξύ άλλων, απαιτήσεις μισθών ή συντάξεων ή ασφαλιστικών παροχών, εκτός αν με την κατάσχεση ικανοποιείται απαίτηση για διατροφή πηγάζουσα από το νόμο ή για συνεισφορά στις οικογενειακές ανάγκες ή για απαίτηση που στηρίζεται σε διάταξη τελευταίας βούλησης, οπότε μπορεί να γίνει κατάσχεση επί του μισθού μέχρι το μισό του μισθού ή της σύνταξης το πολύ, αφού ληφθούν υπόψη κάποιες επιπλέον παράμετροι.

Ωστόσο, γίνεται σαφές ότι κατάσχεση μισθού ή σύνταξης, ολόκληρου ή μέρους αυτού, δεν μπορεί να γίνει για οφειλές σε τράπεζες από δάνεια ή πιστωτικές κάρτες. Για τέτοιου είδους χρέη, ο μισθός ή η σύνταξη παραμένουν ακατάσχετα.

Τι γίνεται όμως σε περίπτωση που ο μισθός ή η σύνταξη κατατίθεται σε τραπεζικό λογαριασμό; Μπορεί να γίνει κατάσχεση επί του τραπεζικού λογαριασμού μετά την κατάθεσή του;

Επ’ αυτού, ο νόμος, πάλι στο άρθρο 982 ΚΠολΔ είναι σαφής, προβλέποντας ότι η εξαίρεση του μισθού ή της σύνταξης από την κατάσχεση ισχύει και όταν η καταβολή του ποσού γίνεται με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του οφειλέτη σε πιστωτικό ίδρυμα μόνο στην έκταση που ο λογαριασμός παρουσιάζει υπόλοιπο που δεν υπερβαίνει, κατά το χρονικό διάστημα από την επιβολή της κατάσχεσης έως την επόμενη ημέρα της καταβολής το ποσό της εξαιρούμενης από την κατάσχεση απαίτησης.

Δηλαδή, πρακτικά, καταρχήν κατάσχεση επί του μισθού ή της σύνταξης δεν μπορεί να γίνει με δέσμευση του ποσού «στην πηγή του», προτού δηλαδή καταβληθεί στον δικαιούχο (οφειλέτη). Ωστόσο, ο μισθός ή η σύνταξη, και αν ακόμα κατατίθεται σε τραπεζικό λογαριασμό, είναι ακατάσχετα μέχρι την επόμενη ημέρα της καταθέσεως και για το ύψος στο οποίο (ο μισθός ή η σύνταξη) ανέρχονται. Δεν εξαιρείται της κατάσχεσης το ποσό που υπερβαίνει έναν μηνιαίο μισθό ή μία σύνταξη του οφειλέτη. Επίσης, δεν εξαιρείται της κατάσχεσης αν το καταβληθέν ποσό παραμείνει στον τραπεζικό λογαριασμό πέραν της επομένης ημέρας από εκείνη που καταβάλλεται.

Σε κάθε περίπτωση, πάντως, ο μισθός ή η σύνταξη δεν μπορεί να δεσμεύεται ή να κατάσχεται αμέσως μόλις καταβληθεί. Πρέπει το αναλογούν ποσό να παραμείνει εντός του λογαριασμού πέραν της επομένης της ημέρας καταβολής για να είναι δυνατή η κατάσχεσή του.

Αυτό είναι εύλογο με δεδομένο ότι η εξαίρεσή των μισθών ή των συντάξεων από την κατάσχεση προβλέπεται για να εξασφαλίσει στον δικαιούχο τους αναγκαίους πόρους για την επιβίωσή του και την κάλυψη των στοιχειωδών βιοποριστικών του αναγκών, οι οποίες προέχουν της εξυπηρέτησης οποιασδήποτε οφειλής προς τρίτους (τη εξαιρέσει των υποχρεώσεων για διατροφή, με τους όρους που προαναφέρθηκαν). Αν όμως το ποσό του μισθού ή της σύνταξης που καταβλήθηκε παραμείνει μέσα στο λογαριασμό, τότε, κατά κάποιο τρόπο, απεμπολεί το χαρακτήρα του «ζωτικού», καθώς υποδηλώνει ότι ο δικαιούχος/οφειλέτης μπορεί να αντεπεξέλθει στις βιοτικές του ανάγκες και χωρίς να κάνει χρήση του ποσού αυτού, άρα ο δανειστής του μπορεί να προβεί σε κατάσχεση, παρόλο που πολλοί μισθωτοί ή συνταξιούχοι συνηθίζουν να αφήνουν το μισθό ή τη σύνταξή τους αντίστοιχα στον τραπεζικό λογαριασμό και να προβαίνουν σε πολλές, σχεδόν καθημερινές αναλήψεις μικρών ποσών μέσα στο μήνα. Άρα, για να μην μπορεί να γίνει κατάσχεση, πρέπει το ποσό του μισθού ή της σύνταξης που καταβάλλεται να αναλαμβάνεται από το δικαιούχο πριν την επόμενη ημέρα της καταβολής αυτού με κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό.

Τι συμβαίνει, όμως, στην περίπτωση που η δανειακή σύμβαση που ο δανειολήπτης έχει υπογράψει με το πιστωτικό ίδρυμα περιέχει όρο σύμφωνα με τον οποίο παραχωρεί το δικαίωμα  το τελευταίο να προβαίνει σε απευθείας ανάληψη των μηνιαίων δόσεων από το λογαριασμό μισθοδοσίας;

Με δεδομένο ότι σύμφωνα με το άρθρο 464 του Αστικού Κώδικα απαιτήσεις ακατάσχετες είναι ανεκχώρητες, δεν είναι δυνατό να συμφωνηθεί αυτόματη παρακράτηση της δόσης του δανείου από τη μισθοδοσία ή τη σύνταξη ή παρακράτηση αμέσως μόλις καταβληθεί. Αντίστοιχη συμφωνία είναι δυνατή μόνο όταν η παρακράτηση της δόσης του δανείου συμφωνείται να γίνεται μετά την επόμενη ημέρα της καταβολής του μισθού ή της σύνταξης και όχι «στην πηγή», δηλαδή προτού καταβληθεί ή αμέσως μόλις καταβληθεί στο λογαριασμό.

Κάθε αντίθετη συμφωνία προσκρούει στην ως άνω διάταξη του Αστικού Κώδικα.

Είναι εύληπτο ότι ο μισθός ή η σύνταξη, εντός των ως άνω χρονικών προσδιορισμών και προϋποθέσεων για τους λόγους που προεκτέθηκαν είναι ακατάσχετα για οφειλές προς τις Τράπεζες, με δεδομένη το κέλευσμα της κάλυψης των αναγκών διαβίωσης, που ερείδεται, μεταξύ άλλων, και στο άρθρο 2 του Συντάγματος αναφορικά με την προστασία της ανθρώπινης αξίας.

nomosfera.blogspot.com

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *